Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρτώ· μτχ. παρκ. αρτυμένος.
  • Kαρυκεύω:
    • το άλας … αρτεί τα φαητά του κόσμου (Διήγ. παιδ. 369
    • (μεταφ.):
      • αρτυμένοι με φωτιά … ήσα (ενν. οι αναστεναγμοί) (Eρωτόκρ. E´ 704).

[<αόρ. του αρτύω. Βλ. και αρτύζω, αρτύνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αρτώνω,
βλ. ορθώνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες