Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτιμελής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτιμελής -ής -ές [artimelís] Ε10 : που είναι σωματικά ακέραιος, που δεν έχει σωματικά ελαττώματα: Aρτιμελές βρέφος.

[λόγ. < αρχ. ἀρτιμελής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτιμελής, -ής, -ές [artimelís] (L)
  • ① sound of limb, able-bodied (ant ανάπηρος2 1):
    • οι γαύροι .. διατηρούν το κεφάλι τους μέχρι τέλους· τερματίζουν τη ζωή τους αρτιμελείς (Potamianos) |
    • ένας άνδρας, που δεν είναι σακατεμένος αλλ' ~, είναι ακατανόητο να μην μπορεί να βγάλει το ψωμί του (Melas) |
    • αυτό το γεράκι .. είναι αρτιμελέστατο, γερό κι ελεύθερο πουλί (id.)
  • ② fig having all one's parts, in one's entirety, entire, whole, complete (ant λειψός):
    • περίμενα .. νά 'ρθει το συγκρότημα αρτιμελές, να μη το σκάσει κανείς την τελευταία στιγμή (Stratou)

[fr kath αρτιμελής ← MG (4th c.) ← K, AG (Plato) ἀρτιμελής, cpd of ἄρτιος & μέλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες