Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρτίως, επίρρ.
-
- 1) (Mε το έως) ως τώρα:
- τούτο μεν εφύλαξα έως αρτίως (Διγ. Z 3682).
- 2) Eυθύς αμέσως:
- αν θέλω αρτίως να στείλω εκεί φουσσάτα εδικά μου (Xρον. Mορ. H 4233).
[αρχ. επίρρ. αρτίως. H λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) (Mε το έως) ως τώρα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτίως [artíos] adv (L)
- perfectly, fully, completely (syn in άρτια):
- επιχείρηση ~εξοπλισμένη
[fr kath αρτίως ← postmed, MG αρτίως ← PatrG, K (also pap), AG ἀρτίως]
- perfectly, fully, completely (syn in άρτια):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτίωση [artíosi] η, (L)
- making or becoming complete or accomplished (syn αποπλήρωση, ολοκλήρωση):
- ηθική, πνευματική ~ |
- ~ του καλλιτεχνήματος, της παιδείας, του συγγραφεά |
- η ~ του σεξουαλικού ενστίκτου γίνεται γύρω από την εφηβική ηλικία |
- σα νομικός θα μπορέσω να βοηθήσω στην πολιτιστική ~ της ανθρωπότητας (Karagatsis) |
- εξαίρει την πολιτική δράση του φιλοσόφου σαν προϋπόθεση για την ~ της προσωπικότητας (Despotop) |
- βαδίζει σταθερά προς την ~ της τέχνης του (Dimaras) |
- η μελέτη των κλασικών συγγραφέων θα συντελέσει στην παραπέρα ~ του ύφους (APapageorgiou, adapted)
[fr kath (neol) αρτίωσις, der of αρτιώ]
- making or becoming complete or accomplished (syn αποπλήρωση, ολοκλήρωση):