Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρσενικό
19 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρσενικό το [arsenikó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αμέταλλο χημικό στοιχείο. || κοινή ονομασία των τοξικών ενώσεων του στοιχείου αυτού: Tο ~ είναι ισχυρό δηλητήριο.

[αρχ. ἀρσενικόν (ανατολ. προέλ. με παρετυμ. προς το ἀρσενικός, επειδή έχει ισχυρή επίδραση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσενικό1 [arsenikό] το, (& ασερνικό & σερνικό)
  • ① member of the male sex, male (syn αρσενικός1 1):
    • στον άνθρωπο αλλά και σε πολλά ζώα το φύλο καθορίζεται από το ~ |
    • να εκτελεσθεί κάθε ~ που ήθελε βρεθεί γύρω στο χωριό σε απόσταση ενός χιλιομέτρου (Venezis) |
    • το ~ ξύπνησε άγριο μέσα του (Alaveras)
  • ⓐ human male, man (syn άνδρας 1, αρσενικός1 2):
    • πρόσθεσε πως τα σερνικά χάλασαν κι αυτά· πού οι παλιοί οι εύζωνοι! (Karagatsis) |
    • είχε πάνω του ό,τι ιδιαίτερο ζητούνε σήμερα από το ~οι γυναίκες (Alaveras) |
    • poem .. τον παλιό καιρό η γνώση κι η σοφία | ευρίσκονταν στ' αρσενικά μονάχα· τα βιβλία | δεν είν', ελέγαν οι παλιοί, καλά για κοριτσάκια (Palam)
  • ⓑ male child (syn αγόρι, παιδί):
    • τα σερνικά είναι οι στύλοι του σπιτιού |
    • ήρθε στο μήνα της η Φ. και γέννησε από τα ψες το πρωί, ασερνικό (Psichari) |
    • φιλέψανε μ' ασημένιο νόμισμα το διχρονίτικο σερνικό μιανής ξαδερφοπούλας της νύφης (Vlami) |
    • poem βλαστό κρατούσα στην κοιλιά, το πρώτο ~μου (VFreris)
  • ② (L) gramm nominal or pronominal form of the masculine gender, masculine:
    • αρσενικά της πρώτης κλίσης
  • ③ mechanics etc male part of a joint (coupling etc) having a protrusion designed to fit into a corresponding hollow (female) part (ant θηλυκό):
    • το ~του μεντεσέ στράβωσε

[fr postmed αρσενικό, substantiv. n of αρσενικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσενικό2 [arsenikό] το, (L) chem
  • ① arsenic (symbol As)
  • ② in adj function based on or containing arsenic (near-syn αρσενικούχος):
    • ~άλας, οξύ

[fr kath αρσενικόν ← MG ← K, AG ἀρσενικόν (this of Semitic & Pers origin)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσενικοβότανο [arsenikovόtano] το, (& σερνικοβότανο) bot
  • any of a number of plants of the orchid family believed to help in the conception and birth of male children, e.g. Orchis longicruris, Orchis papilionacea etc (syn αρσενικόχορτο):
    • όποια το πάρει το σερνικοβότανο, κάνει σερνικά παιδιά (Karkavitsas, adapted)

[cpd w. βοτάνι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσενικοθήλυκα [arsenikoθílika] τα, (& σερνικοθήλυκα) collect.
  • male and female children, boys and girls (syn phr αγόρια και κορίτσια):
    • ένα δρόμο έπαιρναν οι γυναίκες, άλλον οι άντρες και άλλον τα όψιμα παιδιά, σερνικοθήλυκα (Karkavitsas)

[cpd of αρσενικό2 & θηλυκό]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρσενικοθήλυκος -η / -ια -ο [arsenikoθílikos] Ε5, Ε6 : 1.που έχει ή που φαίνεται πως έχει τη φύση και του αρσενικού και του θηλυκού· ερμαφρόδιτος. 2. για γυναίκα που η εμφάνιση ή και η συμπεριφορά της μοιάζει με του άντρα· (πρβ. αντρογυναίκα).

[αρσενικ(ός) -ο- + θηλυκ(ός) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσενικοθήλυκος1 [arsenikoθílikos] ο,
  • ① person having male and female characteristics, hermaphrodite
  • ② fig creation combining diverse and contradictory elements, hermaphrodite (syn L ερμαφρόδιτος):
    • ο Παλαμάς έβγαλε στο τέλος, ύστερ' από τέτοια ρωμαλέα συνουσία με τη γλώσσα, έναν αρσενικοθήλυκο (Chourmouzios)

[fr postmed (Somavera) αρσενικοθήλυκος, substantiv. m of αρσενικοθήλυκος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσενικοθήλυκος2, -η, -ο [arsenikoθílikos] (& σερνικοθήλυκος)
  • having male and female characteristics, hermaphroditic (syn L ερμαφρόδιτος):
    • φάνταζε μέσα στη μακριά ποδιά της γυναίκας σαν άσκημος αποκριάτικος ~μασκαράς (Myriv) |
    • παρατηρηθήκανε κάτι περιπτώσεις ερμαφροδιτισμού, δηλαδή μερικά ψάρια ήταν αρσενικοθήλυκα (Segditsas)

[cpd of αρσενικός & θηλυκός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσενικολούλουδο [arsenikolúlu∂o] το, (& σερνικολούλουδο) bot
  • plant of the family Orchidacea, orchid (syn L ορχιδέα):
    • βυθίζουμουν μέσα στο έργο του σα να 'μπαινα σε βουερή ζούγκλα γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά σερνικολούλουδα (Kazantz)

[cpd w. λουλούδι]

[Λεξικό Κριαρά]
αρσενικόν το· αρρενικόν· αρσινικόν.
  • 1) Tριοξείδιο αρσενικού:
    • το αρσινικόν το άσπρον (Aσσίζ. 49110).
  • 2)
    • α) Tριθειούχο αρσενικό, «κίτρινη σανδαράκη»:
      • αρρενικού σχιστού (Iερακοσ. 38913
      • το αρσινικό το κίτρινον (Aσσίζ. 49123
    • β) διθειούχο αρσενικό, «ερυθρά σανδαράκη»:
      • αρσενικού κόκκινου (Iερακοσ. 44414).

[αρχ. ουσ. αρσενικόν. H λ. και σήμ. (ό)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες