Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρραβώνας
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρραβώνας ο [aravónas] Ο2 : 1α.η επίσημη υπόσχεση που δίνεται αμοιβαία από τους μελλονύμφους για τη σύναψη γάμου και το χρονικό διάστημα μέχρι την τέλεσή του· μνηστεία: Διαλύσαμε τον αρραβώνα μας. Ο ~ τους κράτησε τρία χρόνια. || (εκκλ.) η σχετική τελετή, η ακολουθία του αρραβώνα. || (συνήθ. πληθ.) η οικογενειακή γιορτή στην οποία γίνεται η ανταλλαγή δαχτυλιδιών μεταξύ των μελλονύμφων: Σας καλούμε στους αρραβώνες μας. β. απλό, συνήθ. χρυσό δαχτυλίδι που ανταλλάσσουν οι μελλόνυμφοι και που συμβολίζει την υπόσχεση γάμου που έδωσαν· βέρα: Πέρασαν τους αρραβώνες, αρραβωνιάστηκαν. 2. χρηματικό ποσό που δίνεται από τον αγοραστή ως προκαταβολή, ως εγγύηση σε μια αγοραπωλησία· καπάρο: Έδωσα αρραβώνα για το σπίτι.

[1: μσν. αρραβώνας (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀρραβών, αιτ. -ῶνα `χρηματική εγγύηση΄ (ελνστ. σημ.: `δώρο΄)· 2: λόγ. < αρχ. ἀρραβών]

[Λεξικό Κριαρά]
αρραβώνας ο,
βλ. αρραβών.
[Λεξικό Γεωργακά]
αρραβώνας [aravόnas] ο, (& αρραβώνα & αρρεβώνα η) pl αρραβώνες, οι,
  • ① earnest (money), deposit (syn καπάρο, L προκαταβολή):
    • ο υπαίτιος για το ότι δεν εκτελέστηκε η σύμβαση χάνει τον αρραβώνα που έδωσε (Christidis AK)
  • ② also pl in sg sense αρραβώνες οι, engagement, betrothal (syn αρραβώνιασμα, L μνηστεία):
    • διαλύω τους αρραβώνες της κόρης μου |
    • από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε πια ο μυστικός ~ (Panagiotop) |
    • ο ~ τους είχε κρατήσει κάμποσους μήνες (Charis) |
    • δεν μπορούσαν να βγουν σε καλό οι αρραβώνες της, αφού ήταν βουτηχτής ο M. (IDragoumis) |
    • κατά το διάστημα επισήμων αρραβώνων την κάμνει δική του (Katsigra)
  • ⓐ usu pl engagement ceremony (syn αρραβωνήσια, αρραβωνιάσματα):
    • όσοι παρευρέθηκαν στους αρραβώνες μας είπαν πως ο Θ. δεν πατούσε στη γη (Travlantonis) |
    • μπροστά σ' αυτή τη φωτογραφία ο ισοβίτης έκανε απόψε τους αρραβώνες του (Plaskovitis) |
    • εγώ σου βρήκα νύφη· την Kυριακή θα γίνουν οι αρρεβώνες (Karagatsis)
  • ③ engagement ring (syn βέρα):
    • ανταλλάξαν αρραβώνες they exchanged engagment rings, they got engaged |
    • ένας καραβοκύρης, ένα όμορφο παλληκάρι, αγάπησε το Φλανδρώ, την εγύρεψε και της έδωσε αρραβώνα (Papadiam) |
    • δεν την συλλογιζόμουν παρά σαν έβλεπα τον αρρεβώνα στο δάχτυλό μου (Karkavitsas) |
    • από το δάχτυλό του βγάζει αργά το χρυσό αρραβώνα (Ouranis) |
    • rembetiko song το γράμμα σου το έλαβα κι ήρθα να σ' ανταμώσω | πίσω τον αρραβώνα μας, μικρό μου, να σου δώσω (IPetrop)

[fr postmed, MG αρραβώνας (bes αρραβών & αρραβώνα) (Assizes 37.18) ← PatrG, K (also pap), AG ἀρραβών (this of Semitic origin)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες