Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρίζωτος s. αρίζωτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρρίζωτος -η -ο [arízotos] Ε5 : που δεν έχει ριζώσει, που δεν έχει βγάλει ρίζες.
[αρχ. ἀρρίζωτος]