Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμός
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρμός ο [armós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η συναρμογή (σύνδεση, συνένωση κ.ά.) δύο αντικειμένων κατά ένα τμήμα της επιφάνειάς τους. 1. το σημείο όπου γίνεται η συναρμογή· άρθρωση, σύνδεσμος: H θαλασσοταραχή έκανε να τρίζουν οι αρμοί της βάρκας, το μέρος που ενώνονται οι σανίδες μεταξύ τους. || (ειδικότ. για το σώμα) οι κλειδώσεις, οι αρθρώσεις: Οι αρμοί του κορμιού / των ποδιών / των χεριών / των ώμων κτλ. 2. η σχισμή ή το κενό διάστημα στο σημείο σύνδεσης των επιφανειών: Οι αρμοί των σιδηροδρομικών ράβδων, το διάστημα που αφήνεται ανάμεσα σε δύο ράβδους και που επιτρέπει την ελεύθερη διαστολή τους από τη θερμότητα, ιδίως το καλοκαίρι. Οι αρμοί του πλακόστρωτου, το κενό διάστημα ανάμεσα στις πλάκες.

[αρχ. ἁρμός]

[Λεξικό Κριαρά]
αρμός ο· όρμος· ορμός.
  • 1) Tο μέρος όπου ενώνονται και προσαρμόζονται δύο αντικείμενα:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 800).
  • 2)
    • α) Σημείο όπου γίνεται η άρθρωση δύο οστών, κλείδωση:
      • (Eρωτοπ. 307
    • β) (εδώ) το σημείο της σύνδεσης κεφαλιού και κορμού:
      • (Aχιλλ. O 285).

[αρχ. ουσ. αρμός. O τ. ορμός και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμός [armós] ο,
  • ① place where two things or parts are joined or united, joint, seam (syn αρμογή 1b):
    • ακανόνιστοι αρμοί |
    • αρμοί λιθόστρωτου |
    • ~ σιδηροδρομικών ράβδων |
    • ~ |
    • ~ καταστρώματος deck seam |
    • ~ ξύλινης κατασκευής rabbet |
    • οι αρμοί, στα δρομικά, δεν πρέπει να είναι μεγαλύτεροι από ένα πόντο (ZTzartzanos) |
    • έχω την εντύπωση πως ξεκαρφώνει το βαπόρι από αρμό σε αρμό, πως το διαλύει στα χίλια κομμάτια του (Athanasiadis-N) |
    • οι αρμοί είναι ανισοπαχείς, τα τούβλα δεν είναι απολύτως ευθύγραμμα (Michelis) |
    • οι δόμοι του δεν συνδέονται μεταξύ τους παρά μονάχα με την καλή επεξεργασία των αρμών τους (Bakalakis) |
    • στους τοίχους δεξιά και αριστερά υπάρχουν επιβλητικοί ογκόλιθοι χτισμένοι ισοδομικά, χωρίς ν' αφήνουν κενά στους αρμούς (Papachatzis) |
    • οι πιο πολλές εκκλησίες έχουν δάπεδα με χρωματιστές πλάκες μπεζ και γκρίζες, διακοσμημένες με σειρές από πετραδάκια και με άσπρους αρμούς (από ασβέστωμα) (Varelas) |
    • poem του θόλου λύθηκαν οι αρμοί | κι ο κόσμος τρέμει .. (Vrettakos)
  • ⓐ mechanics connection, hinge (syn άρθρωση 1b, σύνδεση):
    • folkt τότες ο O. έβγαλε τον αρμό που ένωνε το μπροστινό με το πισινό μέρος του αμαξιού |
    • η φιλενάδα της είχε λαδωμένη την πόρτα αποβραδύς σ' όλους της τους αρμούς, για να μην τρίξει (Xenop) |
    • η πόρτα του καταφυγίου ανοίγει με ορμή και καθώς χτυπάει στον τοίχο, παραλύει και φεύγει απ' τους αρμούς της (Chatzinis) |
    • ένας ~
  • ② anat bone joint, joint (syn άρθρο 1, άρθρωση 1, κλείδωση):
    • ο ~ |
    • μουδιάζουν οι αρμοί μου |
    • οι αρμοί της πονούσαν |
    • μου κόπηκαν οι αρμοί του κορμιού μου |
    • θα σε σπαράξουν αρμό τον αρμό (Panagiotop) |
    • τέντωσε τα μπράτσα του έτσι που τρίξανε οι αρμοί (KPolitis) |
    • θα τους σφάξω όλους εδώ μέσα, θα τους μακελλοκόψω από αρμό σ' αρμό (Athanasiadis-N) |
    • επατούσε δυνατά, μ' όση δύναμη του απόμεινε στους αρμούς (Pasagiannis) |
    • folks. έλα κι ας το παινέσουμε τούτο το παλληκάρι, | οπόχει πλάτες γι' άρματα κι αρμούς για το λιθάρι (NPolitis) |
    • poem μου τρων καρδιά, νου, σάρκα κάθε αρμό | τρεις γύπες (Palam) |
    • .. στηλώνουμε | τους κουρασμένους μας αρμούς | και ζητάμε βοήθεια (Simop)
  • ③ fig point of connection, connection, joint, link (syn άρθρωση 2b):
    • χαλαρώνονται ή και απαλείφονται όλως διόλου οι αρμοί, οι συνδετικοί δεσμοί των φράσεων (Papanoutsos) |
    • για να δέσει όμως ο νεοελληνικός λόγος και να δυναμώσουν οι αρμοί του είναι ακόμη πολλά πράγματα να γίνουν (Theodorakop) |
    • τα σημεία της στίξης είναι οι αρμοί του λόγου (APapageorgiou) |
    • είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε τους αρμούς της συγγραφής και να τη διασπάσουμε (Kakridis, adapted) |
    • ο λαϊκός τραγουδιστής είναι ο κεντρικός ~ |
    • η δική μου εργασία θεματικούς και τεχνικούς αρμούς ζητά να βρει ανάμεσα στα τέσσερα πρώτα βιβλία του έπους και στο υπόλοιπο έργο (Maronitis)

[fr postmed, MG αρμός ← K, AG ἁρμός]

[Λεξικό Κριαρά]
αρμοσιά η.
  • Κλείδωση (του σώματος):
    • (Ριμ. Απολλων. [990]).

[<αρμόζω + κατάλ. σιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμοσιά [armosjá] η, anat
  • joint (syn in αρμός 2):
    • poem έζησα τις ακρίδες και τη δίψα και τα τραχιά στις αρμοσιές τους δάχτυλα (Elytis)

[der of *αρμοσία, der of αρμόζω; cf άρμοση 'jointing of limbs of the body' (dial) ← MG άρμοσις 'joining' ← K ἃρμοσις 'tuning']

[Λεξικό Κριαρά]
άρμοσις η.
  • Συναρμολόγηση·
    • (εδώ το σημείο της συναρμολόγησης):
      • είχεν καθίρπτας το λουτρόν και τας αρμόσεις τούτων (Kαλλίμ. 305).

[μτγν. ουσ. άρμοσις. T. ουσ’, κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμοσμένα [armozména] adv
  • in harmony, in conformity, suitably:
    • poem κι ο μαλακός αχός του ευωδιαστού κεχριμπαριού ~

[der of αρμοσμένος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμοσμένος, -η, -ο [armozménos]
  • ① having been inserted, applied or adjusted snugly or correctly in place, fitted (syn εφαρμοσμένος, προσαρμοσμένος):
    • στρωθήκανε οι σήραγγες με πέτρες αρμοσμένες με τρόπο αξιοθαύμαστο από επιτήδειους λατόμους και οικοδόμους (Panagiotop) |
    • μέσα σ' ένα μεγάλο κοίλο σκαλισμένο σφοντύλι περνούσε αρμοσμένο σφιχτά ένα άλλο τέτοιο πιο μικρό, όπως οι κάδοι, που πάνε εφαρμοστά ο ένας μέσα στον άλλο (Theodorakop) |
    • κάτω από το 'παραγέμισμα' όμως έχουμε ένα συμπαγή πυρήνα, από καλά αρμοσμένους λίθους (Bakalakis) |
    • poem .. κι απ' όξω το 'σκεπαν ολούθε γύρω δόντια | λευκά, από ασπρόδοντο αγριογούρουνο, με μαστοριά αρμοσμένα (Homer Il 10.264 Kaz-Kakr) |
    • και μόνο όταν ξερό και πληγωμένο | παίζει στα χείλια του βοσκού αρμοσμένο, | αχούν τα σπήλαια, οι λόγγοι, τα βουνά (Evangelidis)
  • ② fitted, suited (syn ταιριασμένος, ταιριαστός):
    • κι ο παιδαγωγικός αυτός σκοπός είναι αξεχώριστα ~ |
    • μεταπλάθω την πραγματικότητα λαμπρότερη, καλύτερη, πιο αρμοσμένη στο σκοπό μου (id.) |
    • η ελληνική αρετή μένει πάντα ξέχωρη και αρμοσμένη στης ελληνικής γης τα γεννήματα (Tsatsos)

[ppp of αρμόζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρμοστεία η [armostía] Ο25 : 1.ο θεσμός και το αξίωμα του αρμοστή. 2. το κτίριο όπου εδρεύει ο αρμοστής και όπου στεγάζονται οι σχετικές υπηρεσίες: H Ύπατη Aρμοστεία του ΟHΕ.

[λόγ. αρμοστ(ής) -εία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμοστεία [armostía] η, (sp. also αρμοστία)
:
  • καταλύεται η Tουρκική κυριαρχία στην Kρήτη με την απόφαση των μεγάλων 'προστατίδων' δυνάμεων .. να κηρυχθεί η Kρήτη ανεξάρτητη και να τεθεί υπό την υπάτη ~
  • ⓐ specif Prince George's governorship of Crete 1898-1906:
    • άνθρωποι άλλου καιρού που παραστράτισαν κειδά χάμου, για να θυμίζουν στους κατοπινούς την ~,την ένωση, το libro d'oro (Panagiotop) |
    • θέλω να πω πως τη βαγέστησα .. την ~ |
    • το δεκατιστή, τον κρουφακουστή, το χωροφύλακα, και το Φράγκο στην πόρτα μου απ' όξω (Prevelakis) |
    • ύστερα, με την ~, η οικογένεια Kορτζά κατέβηκε στην Kρήτη (Kournoutos, adapted)
  • ① representation of one country stationed in another w. functions similar to those of an embassy, high commission (syn πρεσβεία):
    • υπάτη ~ |
    • η κυπριακή ~ στο Λονδίνο
  • ② high commission offices:
    • το μεσημέρι .. ήρθε ένας Γάλλος κλητήρας και τον ζήτησε από την ~ |
    • κάθεται αντίκρυ στην ~ (Tsirkas)

[fr kath αρμοστεία, der of αρμοστεύω 'be αρμοστής' (cf also αρμοστείον), der of αρμοστής 'harmost, governor']

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες