Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμοστός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρμοστός, -ή, -ό [armostós]
  • ① joined, well-fitted (near-syn εφαρμοστός):
    • poem μέσ' το αρμοστό ζωνάρι εχώθηκε βαθιά η πικρή σαγίτα (Homer Il 4.134 Kaz-Kakr)
  • ② build. having the joints bound together, jointed, joined:
    • στους κίονες της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής, σχετικά λεπτούς, σχεδόν λείπει η ένταση που χαρακτηρίζει τους κίονες της αρχαίας, με την οργανικότητα της αρμοστής κατασκευής (Pallas)
  • ⓐ attached by hinges, hinged:
    • poem .. το δοξάρι απίθωσε στο χώμα, γέρνοντάς το | στο γυαλιστό, αρμοστό πορτόφυλλο .. (Homer Od 21.137 Kaz-Kakr)
  • ③ betrothed, affianced (syn αρραβωνιασμένος):
    • poem .. κι η χνουδωτή κοιλιά του | της γης αλάκερη να χαίρεται σαν αρμοστή αλαφίνα! (Kazantz Od 14.112)

[fr MG ← PatrG, K, AG ἁρμοστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες