Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκουδάνθρωπος [arku∂ánθropos] ο,
- big-bodied, graceless, or coarse person (syn αρκούδα 2, αρκουδόγατος 2):
- οι σπιθαμιαίοι αυτοί αρκουδάνθρωποι, οι Eσκιμώοι, είναι οι σπουδαιότεροι βοηθοί των εξερευνητών του Bορρά (Athanasiadis-N) |
- ο ~, που επιτηρούσε τη διανομή, διαολόστελνε τον κόσμο (TDoxas)
[cpd of αρκούδα & άνθρωπος]
- big-bodied, graceless, or coarse person (syn αρκούδα 2, αρκουδόγατος 2):