Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρκαδικός -ή -ό [arkaδikós] Ε1 : που αναφέρεται στην Aρκαδία ή στους κατοίκους της.
[λόγ. < ελνστ. Ἀρκαδικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκαδικός, -ή, -ό [arka∂ikós] (L)
- ① of or pertaining to Arcadia, Arcadian:
- ~ |
- αρκαδική κωμόπολη, περιοχή |
- αρκαδικά βουνά |
- μάζεψε ψυχές από σαράντα αρκαδικές πολιτείες και τις έβαλε να κατοικήσουν στο νέο κάστρο (Kazantz) |
- αναθυμόμουνα τα παιδικά μου τα χρόνια στ' αρκαδικά ακρογιάλια (Ouranis)
- ② pertaining to or reminiscent of an idyllically serene and pastoral region, Arcadian (near-syn ειδυλλιακός):
- ο Bηλαράς είναι γνησιότερα λυρικός, ~ |
- poem .. κελαϊδούν οι δελφικοί παιάνες, | πλέκονται λάγνα ειδύλλια σε δάση αρκαδικά (Palam)
[fr kath αρκαδικός ← AG ἀρκαδικός; cf PatrG (6th c.) ἀρκαδική 'type of outer garment']
- ① of or pertaining to Arcadia, Arcadian: