Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρθρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρθρώνω [arθróno] -ομαι Ρ1 : 1.συνδέω, συναρμολογώ τα μέλη ενός συνόλου. 2. (μτφ.) α. συνδέω και προφέρω, εκφωνώ φθόγγους ή λέξεις: Tο παιδί άρθρωσε τις πρώτες λέξεις του νωρίς. Aπό έκπληξη δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε λέξη. β. (για λόγοI4) επεξεργάζομαι και διατυπώνω: Ο ποιητικός λόγος αρθρώθηκε μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες. Aρθρωμένος πολιτικός λόγος.

[λόγ. < αρχ. ἀρθρ(ῶ) `προφέρω καθαρά΄ -ώνω & σημδ. αγγλ. articulate]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρθρώνω [arθrόno] ipf άρθρωνα, aor άρθρωσα (subj αρθρώσω), pass 3sg αρθρώνεται, aor αρθρώθηκε (subj αρθρωθεί), (L)
  • ① fit into a whole, put together, articulate, organize (syn διαρθρώνω, near-syn οργανώνω):
    • χρωματίζονταν τα δευτερεύοντα αρχιτεκτονικά μέλη, εκείνα που αρθρώνουν τα βασικά (Miliadis) |
    • βλέπομε πόσο γεωμετρικά οργανώνει και αρθρώνει το σώμα ο καλλιτέχνης (Karouzos) |
    • η φιλοσοφία αρθρώνει τις φιλοσοφικές εμπειρίες σε διανοητικό σύστημα (Malevitsis, adapted) |
    • ο χώρος αυτός αρθρώνεται με μεγάλους πεσσούς σε δυο σειρές (DVasileiadis)
  • ② articulate, utter, pronounce (syn προφέρω):
    • ~καθαρά |
    • ~ ήχους, φράσεις |
    • δεν μπορεί ν' αρθρώσει λέξη |
    • άρθρωσε μια ερώτηση |
    • άρθρωνε τα λόγια του αργά και προσεχτικά (Roufos) |
    • "φτωχέ μου φίλε", άρθρωσε κείνη με συμπόνια (Prousis) |
    • θα αποφύγει να αρθρώσει το όνομα του Oδυσσέα (Maronitis) |
    • οι φθόγγοι βγαίνουν ελεύθεροι, αρθρώνονται τέλεια (MAravantinou) |
    • poem μονάχα με λυγμούς | ~το άσμα σου (Ritsos) |
    • αν μπορούσα ν' αρθρώσω ένα γέλιο, | θα συγκλόνιζα τον αέρα κλ (Vrettakos)
  • ③ dent. arrange artificial teeth on articulator, articulate

[fr kath αρθρώνω ← K, AG ἀρθρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες