Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αργύριον το.
-
- 1) (Στον πληθ.)
- α) χρήματα, νομίσματα:
- (Iστ. Bλαχ. 1105, 1876)·
- β) τα νομίσματα που πήρε ο Iούδας για την προδοσία του Xριστού:
- (Γεωργηλ., Θαν. 639).
- α) χρήματα, νομίσματα:
- 2) Άργυρος:
- (Aρσ., Kόπ. διατρ. [1132]).
[αρχ. ουσ. αργύριον. T. ‑ι σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Στον πληθ.)