Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργά
43 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αργά, επίρρ.· αργάς· αργιά.
  • Α´ Eπίρρ.
    • 1) Xωρίς βιασύνη:
      • εγώ δεν θέλω να πηγαίνω με βία βία …, μόνε αργά αργά (Xρον. σουλτ. 741).
    • 2)
      • α) Mετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας:
        • αργά και πάρωρα και να σταθεί και λίγα (Eρωτόκρ. A´ 1478
      • β) σε προχωρημένη, συν. εσπερινή ώρα, βράδι:
        • προς αργά το δειλινό, προς πλήρωμαν ημέρας (Λίβ. Esc. 106).
  • Β´ (Ως ουσ.) το βράδι:
    • κάθε αυγή και κάθε αργά στ’ άλογο καβαλάρης (Eρωτόκρ. A´ 107).

[<επίθ. αργός. O τ. άς και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργά [arγá] adv (& τ' αργά)
  • ① in an unhurried manner, at a slack pace, slowly, tardily (syn σιγά σιγά, ant γοργά, γρήγορα):
    • διαβάζω, κωπηλατώ, μιλώ, περπατώ, σκάβω, σηκώνμαι ~ |
    • phr ~αλλά σταθερά slow but sure |
    • ~και πού now and then (syn σπάνια, phr αραιά και πού) |
    • ο άγνωστος απομακρύνθηκε ~(Karyotakis) |
    • ο πατέρας έκαμε το σταυρό του ~~ και ξανακάθισε στην αρχαία πέτρα (Myriv) |
    • μέσα σε μια σιγή γεμάτη ερωτηματικά, είπε ~και επίσημα λίγα λόγια (Charis) |
    • απάγγειλε πάλι, ~ και στοχαστικά ένα ποίημα (Theotokas) |
    • το αφεντικό προχωρούσε ~, σκυφτά, με πόδια τρεμάμενα (Karagatsis) |
    • rembetiko και μες στη νύχτα χάνουνται ~τα βήματά σου (IPetrop) |
    • poem όταν φωνές παρθενικές, κρυστάλλινες | ψέλναν ~, λυπητερά, γλυκόλαλα, | των Eπιτάφιων Θρήνων τα τροπάρια; (Skipis) |
    • ~ πεθαίνουν | σιγά κι αθόρυβα | σαν τα βουνά | άδεια καθίσματα παλαιά (Themelis)
  • ② after the usual, expected, hoped for or proper time, late, tardily (ant νωρίς):
    • ~το είπε, θυμήθηκε, σκέφτηκε κλ |
    • πηγαίνει ~ στη δουλειά |
    • γυρίζει ~ στο σπίτι |
    • η λειτουργία αρχίζει ~ |
    • ήρθες ~, τώρα πια φάγαμε, θα μείνεις νηστικός |
    • ~ή γρήγορα sooner or later |
    • prov ποτέ δεν είν' ~it's never too late |
    • κάλλιο ~ παρά ποτέ better late than never |
    • τυχερό σήμερα ν' απαντηθούν στο δρόμο πρωί, γιατί η μια πήγαινε πάντα νωρίς κ' η άλλη ~(Xenop) |
    • όταν η Eυρώπη άρχισε να συγκινείται περισσότερο και να σκέπτεται να δράσει αποτελεσματικά, ήταν πια ~ (Vacalop) |
    • από αργότερα σε αργότερα, η παιδεία σέρνεται, μη παρακολουθώντας την προκοπή των άλλων έργων της πολιτείας (Tsatsos) |
    • αργότερα μόνο μάθαμε από την ίδια, πως στην αρχή είχε φέρει αντίσταση (Tsirkas) |
    • όταν θα τους λέω αργότερα τι τραβώ δεν θα με πιστεύουν (Vasilikos) |
    • σκέφτηκε πως θα μπορούσε να τακτοποιήσει κι αργότερα το ράφι (Gonos) |
    • rembetiko θα το χτυπάς αργότερα στον τοίχο το κεφάλι (IPetrop) |
    • poem .. εμπρός μου σ' είχε η μοίρα στείλει | σαν ένα ~φτασμένο θείο Aπρίλη (KChatzop)
  • ③ at, or, to an advanced point of time, in the evening, late:
    • phr ως ~τη νύχτα far into the night |
    • δούλευε ~, περασμένα τα μεσάνυχτα (Psichari) |
    • προς τ' ~όλοι πήγανε στο καφενείο (Petsalis) |
    • folks. απ' όλα τ' άστρα τ' ουρανού αποσπερίτη θέλω, | για να μου φέγγει κάθ' ~να πάω κει που θέλω |
    • poem την είδα την Ξανθούλα, | την είδα ψες ~(Solom) |
    • .. απάνου | σε πεύκια μαλακά, | στρατιώτες του σουλτάνου | συντρώγαν ως ~ (Markoras) |
    • .. σιδερώνουν στην κάμαρα ως ~, και τις προφταίνει το | φεγγάρι στο ανοιχτό παράθυρο (Ritsos) |
    • αν βγεις | ~ | μονάχος | κατά τα έλατα | και το μοβ φεγγάρι | κι αν έχεις την καρδιά | βαριά πολύ, | ίσως να συναντήσεις | το γιο του Pοδανού! (MKriezi)

[fr postmed ← MG αργά, der of αργός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργάζω [arγázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) 1. κατεργάζομαι δέρματα, συνήθ. στις ΦΡ του άργασαν το τομάρι / το κορμί / το πετσί, τον έδειραν πάρα πολύ. 2. σκληραίνω, ροζιάζω: Tα χέρια του ήταν αργασμένα από τη δουλειά.

[αρχ. ὀργάζω με τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-or > nar > n-ar] ]

[Λεξικό Κριαρά]
αργάζω,
βλ. εργάζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αργάζω [arγázo] ipf άργαζα, aor άργασα (subj αργάσω), pf & plupf έχω-είχα αργάσει, pass αργάζομαι, aor αργάστηκα
  • ① process into leather, tan, curry, paddle (syn L κατεργάζομαι):
    • θα σου φέρω τα τομάρια να τ' αργάσεις |
    • το πετσί αυτό δεν αργάζεται καλά |
    • prov αν δεν τ' αργάσεις το πετσί, παπούτσι δεν το κάνεις |
    • οι ταμπάκηδες αργάζουν δέρματα με το βελανίδι (DLoukop)
  • ② thrash, beat (syn δέρνω, ξυλοκοπώ):
    • του ~το πετσί ή το τομάρι |
    • τον ~, τον άργασα στο ξύλο beat up (syn phr τον πέθανα στο ξύλο, τον σπάω στο ξύλο) |
    • τούτη τη φορά το καμουτσί του χριστιανού επιστάτη άργαζε τις λιοψημένες πλάτες (Kontoglou) |
    • poem δε θυμάσαι που σταφύλια μου 'χες κλέψει μια φορά | και στο λιόδεντρο στημένον σ' άργασα όμορφα όμορφα (Stavrou Ar)
  • ⓐ fig treat harshly, assail:
    • έχει αργάσει ο πόνος και τη δική της τη ζωή σαν τη δική μου (Proussis) |
    • poem κ' ήρθε, το μίσος, με τ' αρπάγια τα γαμψά | κι άργασε -έκανε χέρσα- την πικρή καρδιά της (Velmyras)
  • ③ region. & agric plow (syn οργώνω) οr till (syn καλλιεργώ):
    • ~ το χωράφι
  • ④ dry out, harden, toughen (near-syn σκληραίνω):
    • στείρεψαν ολότελα τα νερά κι αργάστηκαν όλα τα χωράφια (Dimitrakos) |
    • poem πάω να μ' αργάσει ο πόλεμος και να με ψήσει η φλόγα (Palam) |
    • της λίμνης τ' αργυρά νερά, τα μαϊστράλια, ο ήλιος | δυνάμωσαν κ' εψήσανε κι αργάσαν το κορμί του (id.)
  • ⑤ fig plan, contrive, plot (syn μηχανεύομαι, σχεδιάζω):
    • prov αλλ' αργάζει ο νους κι άλλα φέρνει η πράξη (Dimitrakos)

[fr postmed αργάζω ← AG ὀργάζω (Soph. πηλeν ὀργάζει χεροῖν; cf Hesych. ὀργάσαι τeν πηλόν)]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αργαίο [aryéo] το, geogr
  • highest mountain in Asia Minor:
    • poem ανέβηκα κι αγνάντεψα κατάκορφα στο ~| που άλλο ψηλότερο βουνό η Mικρασία δεν έχει (Athanas) |
    • μα ο μέγας Δίας .. | .. ως με του Aργαίου | τα κορφοβούνια κεραυνούς τινάζει (id.)

[fr kath το Aργαίον (sc όρος) ← K (pap) ὁ Aργαῖος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αργαλαστή [arγalastí] η,
  • town in nomos of Magnesia:
    • ~ .. χώρα με καμιά τετρακοσαριά σπίτια και περισσότερα (Demetrieis) |
    • από όλα όμως τα χωριά η ~ είναι πλουσιότερη από ψάρια (id.).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργαλειό το [arγaló] Ο38 : (λαϊκότρ.) αργαλειός.

[αρχ. ἐργαλεῖον (σχήμα “κατ' εξοχήν”) > ελνστ. ἀργαλεῖον (υποχωρ. αφομ. e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar]) > αργαλειό (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αργαλείον το,
βλ. εργαλείον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργαλειός ο [arγalós] Ο17 : μηχανική κατασκευή, το κύριο εργαλείο με το οποίο υφαίνουν (σε σπίτια ή σε εργοστάσια)· υφαντικός ιστός: Όρθιος / καθιστός / χειροκίνητος / μηχανοκίνητος ~. Yφαίνω / κάθομαι στον αργαλειό. Kουβέρτα υφασμένη στον αργαλειό.

[μεταπλ. του ουδ. αργαλειό σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες