Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσταξη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόσταξη η [apóstaksi] Ο33 : (χημ.) η διαδικασία της εξαέρωσης μιας ουσίας με τη θέρμανση και, στη συνέχεια, της υγροποίησης και της συμπύκνωσής της με την ψύξη, που έχει ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό των διάφορων συστατικών της τα οποία έχουν διαφορετικό βαθμό βρασμού: ~ πετρελαίου / οινοπνεύματος / ξύλων. H παραγωγή των οινοπνευματωδών ποτών γίνεται με ~. Mε την ~ απομακρύνονται οι στερεές ουσίες που είναι διαλυμένες σε ένα υγρό. Kλασματική* ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόσταξις, αρχ. σημ.: `μάτωμα της μύτης΄ (-σις > -ση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόσταξη [apóstaksi] η, gen αποστάξεως & απόσταξης
  • ① chem distilling, distillation (syn λαμπικάρισμα):
    • απόσταξη ξηρού οίνου |
    • ούζο διπλής αποστάξεως |
    • συσκευή αποστάξεως, αποστακτήρας |
    • ποσότητα κρασιού για ~ |
    • οι χωρικοί βράζουν τα φύλλα, κάνουν την ~ του λαδιού και το στέλνουν στη Γαλλία (TAthanasiadis) |
    • σήμερα κάναμε την πρώτη ~ από τα βότανα της Kωπαΐδας (id., adapted) |
    • στην ~ του πετρελαίου πρώτα περνάν τα αιθέρια σώματα κι απομένουν τα κατακάθια (ChZalokostas) |
    • ~ θα γίνεται μόνο για βιομηχανικούς ή φαρμακευτικούς σκοπούς, σ' εργοστάσια ειδικά (Saratsis) |
    • τ' αλκοολικά ποτά κατατάσσονται σε δυο κατηγορίες |
    • είναι ή από ζύμωση ή από ~
  • ② fig distillate, concentrate (syn απόσταγμα 2, αποστάλασμα):
    • ο κοινός νους είναι ένα ιστορικό κατασκεύασμα, ~ της σκέψης των εποχών (Evelpidis) |
    • η ανάμιξη τεχνών και ειδών και η ~ μιας πεμπτουσίας που πηγάζει από το άθροισμα όλων μαζί, γίνεται έκδηλη (Papatsonis) |
    • δυο λέξεις κοντραστάροντας η μια την άλλη αντικαθιστούν ολόκληρο διάλογο .. τι ~, τι επιγραμματισμός! (Athanasiadis-N)

[fr kath απόσταξις ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες