Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόρριψη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόρριψη η [apóripsi] Ο33 : η ενέργεια του απορρίπτω. 1α. άρνηση να εγκρίνει κάποιος κτ. ή να το αποδεχτεί: H ~ της αίτησής του για δάνειο / για πρόσληψη. H ~ μιας πρότασης / μιας λύσης / ενός σχεδίου, η μη υιοθέτηση. || η άρνηση να αναγνωρίσουμε σε κπ. την αξία που έχει ως προσωπικότητα: H ~ του παιδιού από την οικογένεια / από το σχολείο. β. αποτυχία στις εξετάσεις που έχει ως αποτέλεσμα να μην προαχθεί κάποιος στην επόμενη τάξη ή να μη γίνει δεκτός σε κάποια σχολή. ANT προαγωγή, εισαγωγή. 2α. (λόγ.) το πέταμα άχρηστων υλικών ή αντικειμένων: Aπαγορεύεται η ~ των σκουπιδιών σε κοινόχρηστους χώρους. β. (ιατρ.) αδυναμία αφομοίωσης ή ανοχής από τον οργανισμό ξένων ιστών ή ξένου σώματος: ~ μοσχεύματος.

[λόγ. < αρχ. ἀπόρριψις `το να ρίξεις κτ. από πάνω σου΄ (-σις > -ση) κατά τις σημ. της λ. απορρίπτω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόρριψη [apóripsi] η, (L)
  • ① getting rid of, dumping, jettison, shedding:
    • ~ εμπορευμάτων (από πλοίο, αεροπλάνο κλ) στη θάλασσα |
    • γίνεται ανεξέλεγκτη ~ απορριμμάτων |
    • απαγορεύεται η ~ αποβλήτων |
    • στα ερπετά παρατηρείται η ~ του περιβλήματός τους (Louros) |
    • γρήγορα θα φτάσουμε στην ~ του περιττού με αποφασιστικότητα (Charis)
  • ② rejection, dismissal, repudiation (syn απόκρουση 2, ant αποδοχή 2):
    • ~ των προτάσεων, της συμφωνίας |
    • ~ του διαβήματος, του τελεσίγραφου |
    • ~ της διαλεκτικής, του μονοφυσιτισμού |
    • ~ της λαϊκής τέχνης |
    • ~ της δωρεάς (syn αποποίηση) |
    • med~ του μοσχεύματος rejection of graft |
    • κάθε ανθρώπινος σύνδεσμος επιβάλλει την ~ πολλών άλλων (Tsatsos) |
    • προχωρεί προς την ολοκληρωτική ~ του φιλοσοφικού αγνωστικισμού (Georgoulis) |
    • θ' αφήσουμε στη μελλοντική ιστορία την επαλήθευση ή την ~ των προβλέψεων (Evelpidis) |
    • η άρνηση του Δία δεν περιορίζεται μόνο στην ~ της θυσίας (Maronitis)
  • ③ act of failing (s.o. in examinations), non-promotion (in school grade etc), flunking, flunk (syn κόψιμο, near-syn αποτυχία):
    • κακός χαρακτηρισμός της σχολικής διαγωγής θα μπορούσε να επιφέρει και την ~ (Papanoutsos) |
    • η απόρριψή του [στις πτυχιακές εξετάσεις] τον έκαμε να εγκαταλείψει κάθε ιδέα διπλώματος (Peranthis)

[fr kath απόρριψις ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες