Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόκριμα [apókrima] το, (L)
- ① secretion (syn απόκριση2 1, έκκριση):
- ~ σιέλου
- ② excretion (syn απέκκριση, απόκριση2 2, έκκριση):
- ~ ιδρώτα
[fr kath (neol) απόκριμα, der of αποκρίνω]
- ① secretion (syn απόκριση2 1, έκκριση):