Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκρημνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόκρημνος -η -ο [apókrimnos] Ε5 : (για τόπο) που είναι γεμάτος γκρεμούς ή άλλες εδαφικές ανωμαλίες και, κατά συνέπεια, δυσανάβατος ή γενικά δύσβατος: Aπόκρημνη πλαγιά / ακτή. Aπόκρημνοι βράχοι, απότομοι. Aπόκρημνο βουνό.

[λόγ. < αρχ. ἀπόκρημνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόκρημνος, -η, -ο [apókrimnos] (L)
  • ① abrupt, precipitous, steep (syn απόγκρεμνος, L απότομος, κρημνώδης):
    • ~ βράχος, δρόμος, χώρος |
    • απόκρημνη κορφή, πλαγιά, σπηλιά, χαράδρα |
    • απόκρημνο βουνό, μονοπάτι, σπήλαιο |
    • απόκρημνα μέρη, ψηλώματα |
    • προχωρεί προς τη θάλασσα κατά μήκος του απόκρημνου βουνού (Palam) |
    • κράτησαν για τον εαυτό τους ένα απόκρημνο βράχο (Ouranis) |
    • στην ξηρά ο Mπυσόν σκαρφαλώνει τ' απόκρημνα μονοπάτια (Athanasiadis-N) |
    • έτσι σιγά σιγά περπατήσαμε ως το χείλος της απόκρημνης χαράδρας (Tsatsos) |
    • poem .. πάνω στ' απόκρημνα ξέφωτα του Tαΰγετου |.. πέτρωνα τον ορίζοντα (Vrettakos)
  • ⓐ naut phr απόκρημνη ακτή, παραλία bold shore, bold coast:
    • πελώρια κύματα πέφτανε με ορμή στα πλάγια της απόκρημνης ακτής (Chourmouziadis) |
    • poem από χείλη | σε χείλη δέρνεσαι ως κογχύλι | σ' απόκρημνη ακρογιαλιά (TPapas)
  • ② fig diffcult, hard (near-syn δύσκολος):
    • η φιλοσοφία και η λογοτεχνία του υπαρξισμού μάς έκανε οικειότερα σήμερα αυτά τα απόκρημνα κείμενα (Papanoutsos) |
    • η γλώσσα της επιστήμης έχει γίνει τόσο απόκρημνη (id.) |
    • το δώρο μεγάλου καλλιτέχνη του ρυθμικού λόγου χρειαζότανε για μια τέτοια απόκρημνη επιχείρηση (Melas)

[fr kath απόκρημνος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες