Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόθεμα
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόθεμα το [apóθema] Ο49 : 1.οτιδήποτε έχει συγκεντρωθεί σταδιακά και φυλάγεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά: ~ τροφίμων / χρημάτων. Λόγω του πολέμου εξαντλήθηκαν τα αποθέματα των καυσίμων. Tα αποθέματά μας σε πετρέλαιο λιγοστεύουν. || (μτφ.): Aποθέματα γνώσεων / υπομονής. Έχει ανεξάντλητα αποθέματα ιστοριών. 2. (λογιστ.) τα διαθέσιμα εμπορεύματα που βρίσκονται στο κατάστημα ή στις αποθήκες μιας οικονομικής επιχείρησης· παρακαταθήκη, στοκ: Δημιουργία / έλεγχος αποθεμάτων. Tο εργοστάσιο αύξησε την παραγωγή για να δημιουργήσει αποθέματα. || (για τράπεζα): Aποθέματα σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα.

[λόγ. αποθέ(τω) -μα απόδ. γαλλ. dépἄt & συν. stock (αγγλ. stock)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόθεμα [apóθema] το, (L)
  • ① deposit, sediment, silt (syn απόθεση 2, ίζημα):
    • αλατικό ~ salty deposit |
    • το βουνό ξαναστέλνει το ευεργετικό του ~ στον κάμπο (Panagiotop)
  • ⓐ deposit, layer, accumulation (syn κοίτασμα):
    • θα ανευρεθούν πρόσθετα αποθέματα πετρελαίου
  • ② stock, reserve, supplies (syn στοκ):
    • ~ λαδιού, σταριού, ηλεκτρικού φορτίου |
    • αποθέματα θρεπτικών ουσιών |
    • άφησε το μαγαζί χωρίς ~ |
    • τα πρατήρια δημιουργούν μεγάλα αποθέματα βενζίνης |
    • οι αρμόδιες υπηρεσίες δέσμευσαν το ~ των ακατάλληλων κονσερβών |
    • δεν αργούν να τελειώσουν των εθνικιστών τ' αποθέματα σε φυσέκια, τρόφιμα και ρουχισμό (ChZalokostas)
  • ⓑ econ reserve fund, holdings (syn αποθεματικό 1):
    • συναλλαγματικά αποθέματα foreign currency reserves |
    • ~ χρυσού bullion reserve |
    • έχουν μεγάλα χρηματικά αποθέματα, που τους επιτρέπουν να κάνουν τους τραπεζίτες (Evelpidis)
  • ③ fig surplus, fund, reservoir, supply (syn αποθεματικό 2, περίσσευμα, ρεζέρβα):
    • ~ δυνάμεων |
    • ~ γνώσεων, παραδόσεων, λεξικολογικού πλούτου |
    • ~ θάρρους, μελαγχολίας, πίστης, τρυφερότητας, χαράς |
    • αισθητικό, ιδεολογικό, πνευματικό ~ |
    • ~ καλής θελήσεως |
    • ο καλλιτέχνης θα αντλήσει από το ~ των εικόνων που βρίσκονται στη μνήμη του (Mourelos) |
    • το ~ της υπομονής του σώθηκε γρήγορα (Zappas) |
    • το ~ της δημοτικότητας του θρόνου πέφτει σταθερά (Psathas) |
    • η ευρωπαϊκή μουσική εξάντλησε τα μελωδικά της αποθέματα (Theodorakis)

[fr kath (neol Koumanoudis) απόθεμα, der of αποθέτω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθεματικό [apoθematikó] το, (L)
  • ① econ reserve fund, holdings (syn απόθεμα 2b):
    • κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών |
    • τα 400 εκατομμύρια μάρκα θα αφεθούν σαν ~ για το νέο έτος |
    • στο άγαλμα αυτό ήταν τοποθετημένο ένα σοβαρό ~ του κρατικού θησαυρού (Miliadis)
  • ② fig reservoir, fund, supply (syn απόθεμα 3):
    • με την επιστροφή των εργαζομένων του εξωτερικού δημιουργείται μεγαλύτερο ~ ειδικευμένων εργατών |
    • ο κινηματογράφος διαθέτει ένα ολόκληρο ~ μεθόδων για να επιβάλει στον θεατή την ερμηνεία του (Dizikirikis)

[fr kath το αποθεματικόν, substantiv. n of αποθεματικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθεματικός -ή -ό [apoθematikós] Ε1 : που έχει σχέση με το απόθεμα και ιδίως που φυλάγεται ως απόθεμα: Aποθεματικό κεφάλαιο. || (ως ουσ.) το αποθεματικό, μέρος των κερδών μιας επιχείρησης που δε μοιράζεται στους μετόχους, αλλά χρησιμοποιείται για την αύξηση του κεφαλαίου.

[λόγ. αποθεματ- (απόθεμα) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθεματικός, -ή, -ό [apoθematikós] (L) econ
  • being kept in reserve:
    • αποθεματικό κεφάλαιο, ταμείο, χρήμα |
    • το δυτικογερμανικό μάρκο θεωρείται ως το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα στη Δύση

[fr kath (neol Koumanoudis) αποθεματικός, der of απόθεμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθεματοποίηση η [apoθematopíisi] Ο33 : η δημιουργία αποθεμάτων.

[λόγ. αποθεματ- (απόθεμα) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθεματοποίηση [apoθematopíisi] η, (L) commerce etc
  • building-up of stocks, stocking:
    • τα εργοστάσια λειτουργούν και τις αργίες για υπερπαραγωγή και ~ |
    • γίνονται αποθεματοποιήσεις με την προσδοκία κέρδους

[fr kath (neol) αποθεματοποίησις, der of *αποθεματοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες