Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδερμαίνομαι,
- βλ. αποδερματώνομαι.
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδερματώνομαι.
-
- (Προκ. για φίδι) αποβάλλω, αλλάζω το δέρμα μου:
- ζητεί (ενν. ο όφης) ραγάδας πέτρας … και συντριβόμενος αποδερματώνεται και ανανεούται (Φυσιολ. (Zur.) XIX 1b5 κριτ. υπ. (έκδ. αποδερμαίνεται).)>
[μτγν. αποδερματόομαι]
- (Προκ. για φίδι) αποβάλλω, αλλάζω το δέρμα μου: