Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροσωποληψία η [aprosopolipsía] Ο25 : αμεροληψία. ANT προσωποληψία.
[λόγ. απροσωπόληπ(τος) -σία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσωποληψία [aprosopolipsía] η, (L)
- impartiality, even-handedness (syn αμεροληψία, ant προσωποληψία):
- έλεγε για την ~του νόμου, για την ισότητα απέναντί του (Kolyva)
[fr kath απροσωποληψία ← PatrG ἀπροσωποληψία, der of ἀπροσωπόληπτος]
- impartiality, even-handedness (syn αμεροληψία, ant προσωποληψία):