Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροσδιόριστος -η -ο [aprozδióristos] Ε5 : ANT προσδιορισμένος. 1. για κτ. που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως προς τη φύση του, ως προς τα αίτια, το ποιόν, ή ως προς τα τοπικά ή τα χρονικά του όρια· ακαθόριστος: Tροφή με απροσδιόριστη γεύση. Aντικείμενο με απροσδιόριστο σχήμα και χρώμα. Mε κυρίευσε ένας ~ φόβος. Έργα απροσδιόριστης έκτασης και διάρκειας. Στη συγκέντρωση έλαβε μέρος ένας ~ αριθμός ατόμων. Γυναίκα / άντρας απροσδιόριστης / απροσδιορίστου ηλικίας, συνήθ. ειρωνικά, για άτομο που προσπαθεί να φαίνεται νεότερο από ό,τι είναι. || (ως ουσ.) το απροσδιόριστο, η απροσδιοριστία. 2. για κτ. που δεν το έχουν ακόμη προσδιορίσει: H ημερομηνία της δίκης / η δίκη είναι απροσδιόριστη.
απροσδιόριστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπροσδιόριστος `όχι προσδιορισμένος΄ σημδ. γαλλ. indéterminé]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσδιόριστος, -η, -ο [aproz∂jόristos] (L)
- ① undefinable, indeterminable, indeterminate, unidentifiable (syn in ακαθόριστος 1):
- ~ ήσκιος, θόρυβος, κίνδυνος, πόνος |
- απροσδιόριστη ανησυχία, γοητεία, έκφραση, μελαγχολία, νοσταλγία, συγκίνηση |
- απροσδιόριστο βάθος, ύψος |
- απροσδιόριστο άγχος, δεδομένο, μέλλον, συναίσθημα, φαινόμενο |
- λογικά, χρονικά, ψυχολογικά ~ |
- απροσδιόριστοι μουσικοί ήχοι |
- απροσδιόριστο αίσθημα φόβου |
- απροσδιόριστη ξενική προφορά |
- κατάσταση απροσδιόριστη από το νου |
- άνθρωπος απροσδιόριστης ηλικίας |
- θέλαμε να πάμε κάπου, σε κάποιο μυθικό, απροσδιόριστο τέρμα (Palam) |
- η αξία του έργου είναι πολύ υψηλότερη, ουσιαστικά απροσδιόριστη (Kanellop) |
- στο σκοτάδι έλαμπαν δυο κύκλοι απροσδιόριστοι (Karagatsis) |
- είναι σχεδόν απροσδιόριστο από ποια στοιχεία αποτελείται η προσωπικότητα κάθε εφημερίδας (Thrylos, adapted)
- ⓐ indeterminate, elusive, imperceptible (near-syn ανεπαίσθητος):
- προβάλλουν σ' ένα καθρέφτη τις πιο λεπτές και σχεδόν απροσδιόριστες κινήσεις της ψυχής (Chatzinis) |
- η μαχαιριά, που βάζει στον πλοίαρχο, φαίνεται μόνο μ' ένα τίναγμα στο πρόσωπό του, σχεδόν απροσδιόριστο (Venezis)
- ② undetermined, unidentified, indeterminate:
- στην εμπειρική μας αναδρομή δεν μπορεί να ανακαλυφθεί ένας όρος, που είναι απόλυτα ~ από οτιδήποτε άλλο (Lambridi) |
- αυτή η μέθοδος οδηγεί στο ν' αποδοθούν στην τέχνη της Kωνσταντινούπολης έργα ακόμη απροσδιόριστα (Pallas, adapted) |
- η σημασία αυτών των χρονογραφιών είναι ακόμη απροσδιόριστη (Vacalop)
- ⓑ not specific, unspecified, indefinite (ant καθορισμένος):
- για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα for an indefinite period of time |
- τα "ρομάνθες" είναι στροφές απροσδιόριστου μήκους .. χωρίς πραγματική ομοιοκαταληξία (Papatsonis)
[fr kath απροσδιόριστος ← MG ← K ἀπροσδιόριστος, cpd w. *προσδιοριστός (: προσδιορίζω); cf AG προσδιοριστέον]
- ① undefinable, indeterminable, indeterminate, unidentifiable (syn in ακαθόριστος 1):