Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρακτώ [apraktó] Ρ10.9α : (λόγ.) βρίσκομαι σε απραξία.
[λόγ. < αρχ. ἀπρακτῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- απρακτώ.
-
- 1) Mένω αργός, αδρανής:
- (Φαλιέρ., Pίμ. 320).
- 2) (Προκ. για νόμο) δεν έχω ισχύ:
- Άρτι και νόμος απρακτεί τελείως (Γλυκά, Στ. 278).
[αρχ. απρακτέω. H λ. και σήμ.]
- 1) Mένω αργός, αδρανής:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρακτώ [apraktό] (L)
- be inactive, remain idle, do nothing (syn αδρανώ 2):
- ο εχθρός απρακτεί |
- ενώ εμείς απρακτούμε, ο εχθρός παρασκευάζεται πυρετωδώς
[fr postmed, MG ← PatrG ἀπρακτῶ, K (also pap), AG ἀπρακτῶ]
- be inactive, remain idle, do nothing (syn αδρανώ 2):