Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστροφή
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αποστροφή η· απεστροφή.
  • 1)
    • α) Kατεύθυνση, πορεία:
      • της μακροτάτης γαρ οδούς αποστροφήν επιάσα (Aχέλ. 2409
    • β) κατεύθυνση προς τον ενάρετο βίο· σωτηρία (ψυχική):
      • ου θέλει (ενν. ο Kύριος) τον αμαρτωλόν θανάτῳ συσχεθήναι προς … την αποστροφήν του (Γλυκά, Στ. 527).
  • 2) Eπιστροφή·
    • (εδώ) μετάβαση:
      • της αποστροφής εις την ανατολήν (Ψευδο-Σφρ. 20625).
  • 3) Kαταφύγιο:
    • (Bοσκοπ. 324).
  • 4) Aποφυγή κάπ.· απέχθεια, αντιπάθεια προς κάπ.:
    • τον ελύπησα με την αποστροφήν μου (Λίβ. Esc. 2026).
  • 5) Έλεγχος, «κατσάδα»:
    • τας απειλάς της δέδοικα και την αποστροφήν της (Προδρ. I 34).

[αρχ. ουσ. αποστροφή. Πβ. και επιστροφή (βλ. ΜπασέαΜπεζαντάκου 1996: 199-200). O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστροφή [apostrofí] η, (L)
  • ① revulsion, abhorrence, aversion, repugnance (syn απέχθεια):
    • έκδηλη, ηθική, φανερή, φυσική ~ |
    • βλέμμα, μορφασμός αποστροφής |
    • ~ προς τη βία, τη δημοσιότητα, τα εγκόσμια, τον πόλεμο, το σεξ |
    • ~ για το δόγμα, το ψέμα |
    • αισθάνομαι, με κυριεύει ~ |
    • εμπνέει, προκαλεί ~ |
    • η μεγάλη ~ του ήταν τα φράγκικα ονόματα, που έβλεπε στον κατάλογο των μαθητών (Xenop) |
    • παροιμιώδης είναι η ~ μας στην εργασία (Papantoniou) |
    • η σμέρνα πετάχτηκε με ~ |
    • ήτανε για τη μάνα του αντικείμενο αποστροφής (Melas)
  • ② rhet address (to person or thing in the context of speech, prayer etc), apostrophe:
    • ο δάσκαλος τελείωσε με μιαν αισιόδοξη ~ |
    • η διαφορά φάνηκε ζωηρότατη στην απαγγελία της αθάνατης εκείνης αποστροφής "ίτε, παίδες Eλλήνων" (Athanasiadis-N) |
    • τέτοια θέση μεταβατική από το επίγραμμα στον καθαρό ποιητικό λόγο έχει και η ~ της ελευθερίας προς τον ωκεανό (Tsatos) |
    • η ~ (sc στην προσευχή) δε γίνεται πια προς τον Kύριο αλλά προς την Παναγία (Dimaras)

[fr postmed, MG αποστροφή ← PatrG, K (also pap), AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστροφή 1 η [apostrofí] Ο29 : το αίσθημα ή το συναίσθημα αηδίας ή απέχθειας που μας προκαλεί κτ.: Όταν είμαι άρρωστος νιώθω ~ για το φαγητό. Είναι τόσο άσχημος / τόσο χαμερπής που σου προκαλεί ~. Aισθάνομαι ~ γι΄ αυτή την πόλη.

[λόγ. < αρχ. ἀποστροφή `στρίψιμο προς την άλλη μεριά, αποφυγή΄ σημδ. γαλλ. aversion]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστροφή 2 η : ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ομιλητής διακόπτει το λόγο του και απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο, παρόν ή απόν, ζωντανό ή νεκρό, π.χ. «Kι εσείς ιερές σκιές των προγόνων…»: Ο εισαγγελέας σε μια ~ του προς το ακροατήριο είπε…

[λόγ. < ελνστ. ἀποστροφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες