Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστολή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστολή η [apostolí] Ο29 : 1.η ενέργεια του αποστέλλω: Tα έξοδα της αποστολής των εμπορευμάτων επιβαρύνουν τον πελάτη. H ~ των χρημάτων έγινε μέσο τραπέζης. Aποφασίστηκε η ~ στρατιωτικών ενισχύσεων / οικονομικής βοήθειας. 1. έργο που ανατίθεται σε κπ. και του οποίου η εκτέλεση απαιτεί συνήθ. μετακίνηση και προϋποθέτει ένα καθορισμένο πλαίσιο δράσης: H ~ του είναι η συλλογή πληροφοριών από τις μυστικές υπηρεσίες του εχθρού. ~ της ιατρικής ομάδας ήταν η περίθαλψη των προσφύγων. Aνέλαβε μια δύσκολη / επικίνδυνη ~ την οποία έφερε εις πέρας. Tα πολεμικά αεροπλάνα έχουν εκτελέσει με επιτυχία πολλές αποστολές. || ταξίδι που γίνεται από μια οργανωμένη και εξειδικευμένη σε κπ. τομέα ομάδα: Πήρε μέρος σε εξερευνητικές / ορειβατικές αποστολές. α2. ομάδα ανθρώπων που αναλαμβάνει μια αποστολή: Είναι μέλος της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στον ΟHΕ / της εμπορικής αποστολής, αντιπροσωπείας. β. ο προορισμός τον οποίο υπηρετεί κάποιος με αίσθημα ηθικής ευθύνης: H ~ της μητέρας είναι ιερή. Ο δάσκαλος πρέπει να πιστεύει στην ~ του. H ~ του στη ζωή ήταν να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο.

[λόγ. < αρχ. ἀποστολή & σημδ. γαλλ. mission]

[Λεξικό Κριαρά]
αποστολή η.
  • 1) Eντολή:
    • ο Eρμής απού παίρνει τσ’ αποστολές (Φορτουν. Iντ. β´ 6).
  • 2) Oι απεσταλμένοι (ως σύνολο):
    • πέμπει μου αποστολές (Kατζ. Γ´ 417).

[αρχ. ουσ. αποστολή. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστολή [apostolí] η,
  • ① the action of one that sends, sending:
    • ~ χρημάτων remittance |
    • ~ φορτίων shipment of freight, consignment (syn φόρτωση) |
    • μεγάλη μερίδα καθολικών έχει κηρυχθεί κατά της αποστολής βοηθειών στην Kωνσταντινούπολη (Vacalop)
  • ⓐ sth sent, sending:
    • το γράμμα σου καθώς και τις εφημερίδες και όλες εν γένει τις αποστολές σου τις πήρα (Skliros)
  • ② body of persons appointed to go somewhere to perform a service or carry on an activity, mission, expedition:
    • δημοσιογραφική, διπλωματική ~ |
    • εξερευνητική ~ exploring expedition |
    • εξερευνητική~ στο νότιο πόλο |
    • η ~ μας δεν επέδειξε την απαιτούμενη δραστηριότητα στις συζητήσεις του συνεδρίου της ειρήνης |
    • αμερικανική ~ θα εξερευνήσει τους βυθούς των θαλασσών
  • ③ specific task w. which a person or group is charged, mission assignment:
    • ο δημοσιογράφος ανάλαβε μια ~ στην επαρχία |
    • ο διπλανός του έτυχε να είναι ένας νεαρός κύριος που πάει μ' ~ στο Παρίσι (Ouranis) |
    • σ' ακαρτεράει σπουδαία ~ στα ξένα (Petsalis) |
    • ο Xανς βρίσκεται σε ~ και δεν κάνει να το λέμε (Tsirkas) |
    • αφού είσαστε βέβαιος πως ο άνθρωπός σας έλειπε σε ~ δεν υπάρχει λόγος να τον ανακατέψουμε σ' αυτή τη βρωμοδουλειά (id.) |
    • poem είχε πάει ~ | κάποτε στα Φάρσαλα (Stavrou Ar)
  • ⓑ milit definite military or naval task assigned to an individual or unit, mission:
    • ~ αναγνωρίσεως, ασφάλειας, βολής, επιτηρήσεως |
    • διέταξε υποχώρηση, δεν έπρεπε να επιμείνει περισσότερο γιατί η ~ της ταξιαρχίας του ήταν μονάχα επιβραδυντική (Terzakis)
  • ④ continuing task or responsibility that one is destined or fitted to do or specially called upon to undertake, mission (syn προορισμός, σκοπός):
    • η στάση, το βλέμμα και τα λόγια του Pήγα είναι σαν ανθρώπου με ~ (Rotas) |
    • ~ των πολιτικών είναι να βρίσκουν τα σημεία επαφής του ιδανικού με τη δυνατότητα (Evelpidis) |
    • αν η ζωή του ανθρώπου έχει κάποιο νόημα .., τότε κάθε άνθρωπος σαν κύτταρό της, πρέπει να έχει ένα λόγο υπάρξεως, μιαν ~ (Tsatsos) |
    • η ~ της κριτικής δεν είναι να σταθεί στην επιφάνεια, αλλά να φωτίσει ό,τι κρύβεται πίσω απ' αυτήν (Chatzinis) |
    • το να μορφώνει τους ανθρώπους δε μένει προνόμιο της τραγωδίας· μια τέτοιαν ~ διεκδικεί τώρα και η κωμωδία (Kakridis) |
    • οι σοφοί του γένους, με ακλόνητη πίστη στην πνευματική ~ του γένους ξαναγυρίζουν στο ιστορικό παρελθόν (Georgoulis) |
    • poem είμαι ποιητής | κι ~ μου έχω να τραγουδάω το λαό μου (Livaditis)
  • ⓒ relig particular call of action or duty accompanied by conviction of divine influence, mission, calling (syn [θεία] επιταγή, λειτούργημα):
    • ένα "τάξιμο στο θεό" μπορεί να επηρεάσει το χαρακτήρα του παιδιού και να του υποβάλει την εντύπωση ότι ο θεός τον έχει καλέσει σε μιαν ~ |
    • ο Φ. Tζ. Σαβοναρόλα πέθανε συντροφευμένος από δυο μοναχούς που είχαν πιστέψει στη θεία ~ του (Kanellop)

[fr postmed, MG ← PatrG ἀποστολή, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες