Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστερέω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστερεώνω [apostereóno] aor αποστερέωσα (subj αποστερεώσω)
  • make very firm:
    • θέλω ν' αποστερεώσω την ελιά, γιατί θα τη σπάσει ο αέρας

[cpd w. στερεώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες