Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστερεώνω [apostereóno] aor αποστερέωσα (subj αποστερεώσω)
- make very firm:
- θέλω ν' αποστερεώσω την ελιά, γιατί θα τη σπάσει ο αέρας
[cpd w. στερεώνω]
- make very firm: