Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκλειστικότητα η [apoklistikótita] Ο28 : το δικαίωμα που έχει κάποιος και μόνον αυτός πάνω σε κτ.: Έχω / διατηρώ (την) ~ στην εκμετάλλευση προϊόντος / στην έκδοση βιβλίου. H ~ στις σεξουαλικές σχέσεις θεωρείται από πολλούς ξεπερασμένη. || (έκφρ.) κατ΄ ~, κατά τρόπο αποκλειστικό: H συνέντευξη δόθηκε κατ΄ ~ στο τάδε περιοδικό.
[λόγ. αποκλειστικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. exclusivité]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλειστικότητα [apoklistikótita] η, (L)
- ① quality or status of excluding, exclusiveness, singularity (near-syn μοναδικότητα):
- ~ στον έρωτα |
- δεσμεύει την ~ της προσοχής μας (Chourmouzios) |
- αμφιβάλλομε σε ποια λύση ν' αναγνωρίσομε την ~ ή την προτεραιότητα (Papanoutsos) |
- εδιδασκόταν με ~ η αρχαία και η καθαρεύουσα στα σχολεία (Dimaras) |
- με ηρωική ~, οι νέες επιδίδονται στην εκμάθηση των χορών (Ouranis)
- ⓐ exclusiveness, absoluteness, inflexibility (near-syn απολυτότητα 3, δογματικότητα):
- γνώμη διατυπωμένη με ~ |
- η εντύπωση, που είναι τόσο υποκειμενική, φέρνει ίσα στον τυφλό δογματισμό, στην ~ (Palam) |
- πιστεύουν στη μορφή της θρησκείας τους με φανατισμό κι ~ (Evelpidis) |
- οι μονομέρειες κ' οι αποκλειστικότητες νοθεύουν την κριτική (Panagiotop)
- ② exclusively possessed feature, exclusivity, exclusiveness:
- προσφέρουν στην πελατεία τους αποκλειστικότητες σχεδίων |
- η ευθύνη για την άμυνα της περιοχής πρέπει ν' ανήκει κατ' ~ στην Eλλάδα |
- η αμφιταλάντευση των αισθημάτων δεν ήταν δική του ~, αλλά η στάση που είχε πάρει όλη η πολιτεία (Athanasiadis-N) |
- δεν υπάρχουν (στον σιντοϊσμό) κάστες ιερέων, ούτε ~ του επαγγέλματος (Evelpidis)
- ⓑ journ exclusive right of publication, copyright (syn κοπυράιτ):
- δημοσιεύει άρθρα ξένων περιοδικών κατ' ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αποκλειστικότης, der of αποκλειστικός; cf Fr exclusivité]
- ① quality or status of excluding, exclusiveness, singularity (near-syn μοναδικότητα):