Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκείρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αποκείρω.
  • (Προκ. για μοναχό/-ή) «κείρω»:
    • (Byz. Kleinchron. A´ 18322).

[αρχ. αποκείρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες