Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκαθήλωση η [apokaθílosi] Ο33 : 1.(εκκλ.) το κατέβασμα του νεκρού σώματος του Xριστού από το σταυρό: H ~ του Εσταυρωμένου. 2. (μτφ.) η έκπτωση, η κατάργηση κάποιου πράγματος που έχασε τη δύναμη, το κύρος, την αξία που διέθετε: ~ των συμβόλων.
[λόγ. < μσν. αποκαθήλωσις < απο- καθηλω- (δες καθηλώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαθήλωση [apokaθílosi] η, (L) Christ rel, art etc
- descent (of Christ) fr the cross:
- η μαρμαρένια πλάκα που σκεπάζει το χώμα, όπου ξάπλωσαν στην ~ το Xριστό, είναι φαγωμένη από τα φιλιά (Kazantz) |
- μέσα στην κόχη του τοίχου είχε ζωγραφισμένη μιαν ~ (Xenop) |
- στην ~ το γυναικομάνι δέχεται το σώμα του Xριστού (Gialourakis)
[fr kath (neol) αποκαθήλωσις, der of αποκαθηλώ (-όω)]
- descent (of Christ) fr the cross: