Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθλίβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αποθλίβω.
  • 1) Aρμέγω:
    • απόθλιψον εξ αυτής (ενν. της κυνός) ολίγον γάλα (Kυνοσ. 58823).
  • 2) Συνθλίβω:
    • (Iερακοσ. 43027).

[αρχ. αποθλίβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες