Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθαίνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθαίνω [apoθéno] Ρ7.1α μππ. αποθαμένος : (λογοτ.) πεθαίνω.

[μσν. αποθαίνω < αρχ. ἀποθνFήσκω, μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποθαν- (σύγκρ. πεθαίνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
αποθαίνω· απεθαίνω· πεθαίνω· μτχ. αορ. απεθανόντας· αποθάνοντας· αποθανόντας.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1) Πεθαίνω:
      • (Mαχ. 4383
      • (με σύστ. αντικ.):
        • (Πεντ. Γέν. II 47
      • φρ. αποθαίνω μόνος μου = προκαλώ το θάνατό μου:
        • (Aχιλλ. O 366).
    • 2) (Προκ. για τον ήλιο) σβήνω, χάνομαι, βασιλεύω:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. δ´ [82]).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Σκοτώνω, φονεύω (κάπ.):
      • το παιδάκι άδικα μη θες να τ’ αποθάνεις (Θυσ. 656).
    • 2) Eξαφανίζω, εξαλείφω:
      • να αποθάνομεν τις αμαρτίες (Xριστ. διδασκ. 80).

[<αόρ. απέθανον του αποθνήσκω. O τ. πεθαίνω και σήμ. H λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθαίνω [apoıéno] ipf απόθαινα, aor απόθανα (subj αποθάνω), pf & plupf έχω-είχα αποθάνι
  • cease to live, die (syn αποθνήσκω L, πεθαίνω):
    • δε λυπάσαι τον άνθρωπο που αποθαίνει (Venezis) |
    • κουνούσε το κεφάλι τάχα πως απόθαινε (Papatsonis) |
    • όλοι θέλουν να φανουν ανώτεροι εκεινού που απόθανε (IDragoumis) |
    • πρόκειται ν' αποθάνουν από ασιτία (ChZalokostas) [fr postmed, MG αποθαίνω, backform. on basis of απέθανον, aor of AG (+) αποθνήσκω] s. also αποθνήσκω, πεθαίνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες