Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθήκευση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθήκευση η [apoθíkefsi] Ο33 : τοποθέτηση πραγμάτων, υλικών σε αποθήκη: 1α. για φύλαξη: H ~ των εμπορευμάτων πρέπει να γίνει σε ασφαλές μέρος. β. για διατήρηση: H ~ των σιτηρών απαιτεί ξηρό και αεριζόμενο χώρο. 2α. συσσώρευση, συγκέντρωση για απώτερη χρήση, διάθεση ή κατανάλωση: H κυβέρνηση αποφάσισε την ~ καυσίμων για τη δημιουργία αποθεμάτων. ~ πληροφοριών. β. (πληροφ.) εγγραφή ενός ενεργού αρχείου σε δίσκο υπολογιστή: Πρόγραμμα ρυθμισμένο να κάνει ~ κάθε τριάντα λεπτά.

[λόγ. αποθηκεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθήκευση [apoθícefsi] η, (L)
  • storing, storage, warehousing (syn αποθήκευμα):
    • ~ όπλων, προμηθειών |
    • ~ αποθεμάτων ασημιού |
    • δεξαμενή για την ~ νερού |
    • βρέθηκαν αμφορείς για την ~ και μεταφορά υγρών (Karouzos, adapted) |
    • η Kαβάλα είναι τόπος για την ~ των προϊόντων της Θάσου (DLazaridis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποθήκευσις, der of αποθηκεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες