Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδοκιμάζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδοκιμάζω [apoδokimázo] -ομαι Ρ2.1 : εκφράζω την έντονη αντίθεσή μου, την απαρέσκειά μου για κτ. με το οποίο δε συμφωνώ, το οποίο δεν εγκρίνω, για κτ. το οποίο απορρίπτω. ANT επιδοκιμάζω: H αντιπολίτευση αποδοκίμασε τα νέα οικονομικά μέτρα. ~ τη στάση σου / τη συμπεριφορά του. || εκδηλώνω την αντίθεσή μου με φωνές, χειρονομίες και έντονα εχθρική στάση: Οι θεατές αποδοκίμασαν ζωηρά τους ηθοποιούς. Ο ομιλητής αποδοκιμάστηκε από το πλήθος.

[λόγ. < αρχ. ἀποδοκιμάζω `απορρίπτω σαν ακατάλληλο΄ & σημδ. γαλλ. désapprouver]

[Λεξικό Κριαρά]
αποδοκιμάζω.
  • Δοκιμάζω:
    • (Διγ. Esc. 790).

[μτγν. αποδοκιμάζω (DGE). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδοκιμάζω [apo∂ocimázo] ipf αποδοκίμαζα, aor αποδοκίμασα (& απεδοκίμασα, subj αποδοκιμάσω) (L)
  • ① disapprove of, object to, criticize, reproach (syn επικρίνω, κατακρίνω, ant εγκρίνω, επιδοκιμάζω):
    • οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί αποδοκιμάζουν τη μεταρρύθμιση (Papanoutsos) |
    • κανείς δεν απεδοκίμασε τη σταύρωση του θεού (Athanasiadis-N, adapted) |
    • ο Γ. Π. αποδοκίμασε την υποψηφιότητα ως δημάρχου του Π. K. (Christidis)
  • ② demonstrate against, hiss, boo, catcall (syn γιουχαΐζω):
    • ~ τον βουλευτή, τους ηθοποιούς |
    • το κοινό έπρεπε να αποδοκιμάσει τη Mήδεια του Aνούιγ (Athanasiadis-N, adapted)

[fr kath αποδοκιμάζω ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες