Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδέχομαι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδέχομαι [apoδéxome] Ρ3β παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και απεδέχθη, απεδέχθησαν, : 1.δέχομαι κτ. που μου προσφέρουν ή που μου προτείνουν: ~ την πρόσκληση / το στοίχημα. ~ την κληρονομιά. Δεν αποδέχτηκε το διορισμό του. Tα μουσεία δεν αποδέχονται έργα που προέρχονται από κλοπές. Ο Έλληνας υπουργός εξωτερικών απεδέχθη την πρόσκληση του Γάλλου ομολόγου του και θα παραστεί στις εκδηλώσεις για την εθνική επέτειο της χώρας. ~ τους όρους της διαθήκης, τους εγκρίνω, δίνω τη συγκατάθεσή μου. 2. συμφωνώ με κτ., το επιδοκιμάζω: ~ μια θεωρία. Aναγκάστηκε να αποδεχτεί ορισμένες νεωτεριστικές ιδέες. Δεν μπορώ να αποδεχτώ τετελεσμένα γεγονότα. || παραδέχομαι: Οι δημοτικιστές φαίνεται πως είχαν αποδεχτεί ότι οι ιδέες τους είχαν αρχικά περιορισμένη απήχηση. Tελικά αποδέχτηκε τη μοίρα της.

[λόγ. < αρχ. ἀποδέχομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδέχομαι [apo∂éxome] ipf αποδεχόμουν, aor αποδέχτηκα (& αποδέχθηκα, 3sg L απεδέχθη, D αποδέχτη, subj αποδεχθώ & αποδεχτώ), pf & plupf έχω-είχα αποδεχθεί & αποδεχτεί
  • ① receive, get (syn δέχομαι, παίρνω):
    • η Παρθένος αποδέχεται το μήνυμα του Kυρίου (Kanellop) |
    • poem έτσι μιλώντας τού την έδωκε (την κούπα), κι αυτός την αποδέχτη (Homer Il 23.624 Kaz-Kakr) |
    • ο μεγάλος αυτός ποταμός | δεν αποδέχεται | στους κόλπους του δάκρυα (Vafop)
  • ⓐ receive s.o., greet (syn υποδέχομαι):
    • ελπίζαν όλοι τους ν' αποδεχτούνε το φουσάτο του Σμαήλη (Prevelakis) |
    • poem ανοίχτε τα πορτοπαράθυρα τα πάνω και τα κάτω, | ν' αποδεχτείτε, αδέρφια, το γαμπρό κλ (Kazantz Od 14.1386)
  • ② agree or acquiesce to sth, accept (syn δέχομαι, ant απορρίπτω):
    • ~ το βραβείο, το λειτούργημα, την πρόσκληση, την ελληνική υπηκοότητα |
    • ~ το διάλογο, το καθεστώς, τα συνθήματα |
    • ~ την ευθύνη, την ήττα, τη θυσία, την κατάσταση, τη μοίρα |
    • ~ τη ζωή, το θάνατο |
    • ~ συναλλαγματική I accept a bill of exchage |
    • προσχωρώντας στην EOK αποδεχθήκαμε και τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα |
    • αν ο αγοραστής παράλαβε το πράμα χωρίς επιφύλαξη, λογίζεται πως το αποδέχτηκε (Christidis AK) |
    • ασυμβίβαστοι είναι όσοι δεν αποδέχονται τίποτε, προτού το εξερευνήσουν (Panagiotop) |
    • τα αυτοκίνητα αποδέχονται χωρίς διαμαρτυρία τον έλεγχο (ChZalokostas)
  • ⓑ accept, admit, endorse (syn παραδέχομαι):
    • ο συγγραφέας εκθέτει τις διάφορες θεωρίες χωρίς να τις αποδέχεται |
    • ο μαρξισμός δεν αποδέχεται το αμετακίνητο νόημα των λογικών αρχών (Theodorakop) |
    • ο Παλαμάς αποδέχτηκε τη φιλοσοφία του Tαιν (Chourmouzios)
  • ③ consent to, approve of, concede (syn εγκρίνω, ant απορρίπτω):
    • ~ μια αίτηση accede to a request, grant a request |
    • law~ ένσταση sustain an objection |
    • το δημοτικό συμβούλιο αποδέχεται την ίδρυση ενός ιδιότυπου παρθεναγωγείου (Panagiotop) |
    • οι κατακτητές αποδέχτηκαν όλα τα αιτήματα της απεργίας (ChZalokostas, adapted) |
    • poem έτσι μας μίλησε κ' η πέρφανη καρδιά μας τ' αποδέχτη (Homer Od 2.103 Kaz-Kakr)

[fr postmed, MG αποδέχομαι ← PatrG, K (also pap), AG]

[Λεξικό Κριαρά]
αποδέχομαι (I)· αόρ. επεδέκτηκα· εποδέχτηκα.
  • 1)
    • α) Δέχομαι:
      • τον λόγον του πατρός του καλά τον αποδέκτηκεν (Iμπ. 170
    • β) δέχομαι, παραδέχομαι:
      • με πολλή χαράν ογιά αγαπητικό σου άντρα να τον αποδεχτείς (Pοδολ. B´ 400
    • γ) εγκρίνω, επιδοκιμάζω:
      • Ήρεσε γαρ αυτόν και αποδέχθη (Έκθ. χρον. 3822).
  • 2)
    • α) Yποδέχομαι:
      • ως τροπαιούχον νικητήν να τον αποδεχτούμε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [292]
      • σπίτι τση μ’ αποδέχεται μ’ όλη την όρεξή τση (Kατζ. Γ´ 278
    • β) περιμένω:
      • η κρίσις μ’ αποδέχεται, χάνομαι εκ τον κόσμον (Φλώρ. 475
    • γ) (με αιτιατ.) συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάπ.:
      • εκείνος ως παμφρόνιμος καλά τους αποδέχτη (Xρον. Mορ. H 1437).
  • 3) Παίρνω στα χέρια μου, πιάνω:
    • σα φύλλο το αποδέχτηκε (ενν. το κοντάρι) στη δυνατή του χέρα (Eρωτόκρ. B´ 502).
  • 4) Aνέχομαι:
    • (Φαλιέρ., Pίμ. 284 κριτ. υπ).

[αρχ. αποδέχομαι με συμφ. προς το αρχ. υποδέχομαι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αποδέχομαι (II),
βλ. υποδέχομαι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες