Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδέλοιπος, επίθ.· αποδίλοιπος· προδέλοιπος· προδελοιπός.
-
- Yπόλοιπος:
- τον επιάσε αυτός και τα αποδίλοιπα αδέλφια (Xρον. σουλτ. 14212).
[<πρόθ. από + επίθ. δέλοιπος. O τ. προ‑ και σήμ. κυπρ. H λ. στο Meursius (‑ιπον) και σήμ. ιδιωμ.]
- Yπόλοιπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδέλοιπος -η -ο [apoδélipos] Ε5 : (λαϊκότρ.) υπόλοιπος.
[μσν. αποδέλοιπος < απο- δελοιπός (μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.) < φρ. (ο) δε λοιπός, (οι δε λοιποί)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδέλοιπος, -η, -ο [apo∂élipos]
- remaining, rest (syn υπόλοιπος):
- ο ~ κόσμος, λαός |
- τ' αποδέλοιπο τσούρμο κοιτάζαν |
- phr και στ' αποδέλοιπα (sc παιδιά σας)! wish addressed to parents of bride or groom that they see the rest of their children also married |
- η θύμηση αυτής της εικόνας θα ήταν αβάσταχτη για τις αποδέλοιπες μέρες της ζωής της (Karagatsis) |
- poem κ' εκείνες τράβηξαν στα ολόχρυσα θρονιά για να καθίσουν | μες στους θεούς τους αποδέλοιπους κλ (Homer Il 8.437 Kaz-Kakr)
[fr postmed, MG αποδέλοιπος, cpd w. MG δελοιπός & δέλοιπος]
- remaining, rest (syn υπόλοιπος):