Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδέκτης ο [apoδéktis] Ο10 θηλ. αποδέκτρια [apoδéktria] Ο27 : 1.αυτός που πρέπει να παραλάβει κτ. που του έχει αποσταλεί, κτ. που προορίζεται γι΄ αυτόν· παραλήπτης: ~ εγγράφου / επιστολής. || (μτφ.): H κυβέρνηση είναι ο ~ του μηνύματος των εκλογών. 2. ~ συναλλαγματικής, που αναλαμβάνει την εξόφληση συναλλαγματικής, που αποδέχεται με την υπογραφή του μια συναλλαγματική που έχει εκδοθεί σε βάρος του.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποδέκτης· 2: σημδ. γαλλ. acceptant ή αγγλ. acceptor· λόγ. αποδέκ(της) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδέκτης [apo∂éktis] ο, (& αποδέχτης) gen αποδέκτη & αποδέκτου (L)
- ① recipient, addressee, consignee (syn παραλήπτης):
- ~ της επιστολής, του μηνύματος, του τηλεγραφήματος |
- ~ των εμπορευμάτων |
- ~ επιδόματος κοινωνικής ασφαλείας |
- η χώρα αυτή είναι ο μεγαλύτερος ~ οικονομικής βοηθείας σ' όλο τον κόσμο |
- υπάρχει διαταγή να γίνουν βασανισμοί, ένας όμως ~ δεν την εκτελεί
- ⓐ addressee, hearer, reader, interlocutor:
- ~ της διδασκαλίας, του ευαγγελικού κηρύγματος, του ποιητικού έργου |
- οι εξομολογήσεις ανακουφίζουν και τον αποδέκτη (Panagiotop) |
- ο βαθμός αναγνώρισης των γλωσσικών σημείων από τον αποδέκτη έχει ένα όριο ασφαλείας (Stathis) |
- το ερώτημα της ζωής προς το θάνατο το παίρνει ο αποδέχτης, το κυπαρισσάκι, και το κατεβάζει στον τάφο (Nikolaidis)
- ② commerce person signing a bill of exchange or draft, drawee, acceptor (ant εκδότης):
- εγγυώμαι υπέρ του αποδέκτου |
- ο τελευταίος οπισθογράφος της συναλλαγματικής δεν είχε πληρωθεί από τον αποδέχτη (Terzakis)
[fr kath αποδέκτης ← postmed (Somavera) ← K (also pap), AG]
- ① recipient, addressee, consignee (syn παραλήπτης):