Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποβαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποβαίνω [apovéno] Ρ (συνήθ. στο γ' πρόσ.) πρτ. απέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) απέβη, απέβησαν, απαρέμφ. αποβεί : (λόγ.) φτάνω σε ένα σημείο, καταλήγω: Όλα απέβησαν μάταια. Aυτά που λες θα αποβούν εις βάρος σου.

[λόγ. < αρχ. ἀποβαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποβαίνω [apovéno] usu in 3sg αποβαίνει (3pl αποβαίνουν), ipf απόβαινε (& απέβαινε), aor απέβη (& απόβηκε, subj αποβεί), pf & plpf έχει-είχε αποβεί (L)
  • ① turn out to be, become, prove (syn γίνομαι, L καθίσταμαι):
    • η διδασκαλία θα αποβεί αποδοτική |
    • οι προσπάθειές της απόβηκαν μάταιες |
    • ένα λάθος θα μπορούσε ν' αποβεί μοιραίο |
    • τα απορρίμματα μπορούν ν' αποβούν μια σημαντική πηγή ενεργείας |
    • τα μάτια του ακόντιζαν αστραπές τέτοιες που δύσκολο απόβαινε να υπομείνεις τα βλέμματά τους (Palam) |
    • το κέρδος έχει αποβεί ο καλύτερος προπαγανδιστής του πολιτισμού των (Papatsonis) |
    • το Λειμωνάριον απέβη ένα από τα προσφιλέστερα αναγνώσματα των Bυζαντινών (Tatakis)
  • ② w. prep (σε, προς) end up in, lead to, result in (syn απολήγω, καταλήγω):
    • η σύγκρουση θα αποβεί εις (or σε) βάρος μας |
    • ο παραλληλισμός αυτός αποβαίνει προς τιμήν του Έλληνα πολιτικού (Roussos) |
    • στις σφαίρες των τεχνών και των επιστημών αναπτύσσουν οι άνθρωποι ικανότητες που αποβαίνουν σε καλό όλων (Kanellop)

[fr kath αποβαίνω ← postmed (Somavera) ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες