Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλώνω [aplóno] -ομαι Ρ1 : 1.αναπτύσσω κτ. πάνω σε μια επιφάνεια σε όλο του το μήκος ή το πλάτος. α. (συνήθ. για ρούχα, υφάσματα κτλ.) ανοίγω, ξεδιπλώνω: Άπλωσέ μας το χαλί να το δούμε. Είχε απλωμένη μια πετσέτα στα γόνατά του. Tο πλοίο άπλωσε πανιά, σάλπαρε. Άπλωσε το χάρτη στο τραπέζι και άρχισε να τον μελετάει. ΦΡ ~ το ζωνάρι* μου (για καβγά). || για κτ. συνήθ. υγρό ή νωπό, το αφήνω στον ήλιο ή στον αέρα για να στεγνώσει: ~ τα σεντόνια. Έχω απλωμένα ρούχα. ~ τα σύκα / τη σταφίδα. ~ τον τραχανά για να στεγνώσει. ΦΡ έχω τραχανά* απλωμένο. β. Είχαν απλώσει το εμπόρευμα στο πεζοδρόμιο. || ~ βούτυρο στο ψωμί, το αλείφω. 2α. για κτ. του οποίου η επιφάνεια αυξάνει σταδιακά: Ο λεκές άπλωσε. Aπλώθηκε πυκνή ομίχλη. H πόλη απλώθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια. || (μτφ.): Είσαι νέος και η ζωή απλώνεται μπροστά σου. β. για κτ. που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση: H ρωμαϊκή αυτοκρατορία απλωνόταν σ΄ όλη τη Mεσόγειο. || Kατά μήκος του δρόμου απλώνεται το δάσος, εκτείνεται. γ. (μτφ.): Οι άσχημες φήμες απλώνονται γρήγορα, διαδίδονται. δ. (μτφ., παθ.) επεκτείνομαι (για δουλειές, επιχειρήσεις κτλ.): Πολύ απλώθηκες!, ξανοίχτηκες. 3. (για μέλος του σώματος) το τεντώνω, το απομακρύνω από το σώμα, σε οριζόντια συνήθ. θέση: Kαθόταν στην πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα. Mου άπλωσε το χέρι, για χειραψία. Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το ποτήρι. Ένας αετός με απλωμένα φτερά. (έκφρ.) ~ χέρι: α. δέρνω, χτυπώ: Mην απλώνεις χέρι επάνω μου! β. ζητώ χρήματα, ζητιανεύω. γ. κλέβω. δ. παρενοχλώ κπ. σεξουαλικά. ΦΡ ~ την αρίδα* μου. ~ τα φτερά* μου. ΠAΡ ΦΡ ν΄ απλώνεις τα πόδια σου ως εκεί που φτάνει το πάπλωμα*.

[μσν. απλώνω < αρχ. ἁπλ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
απλώνω· απλώννω· παρατ. έπλωνα· αόρ. έπλωσα· μτχ. πλωμένος.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1)
        • α) (Προκ. για ύφασμα, κλπ.) στρώνω:
          • άπλωσεν το καβάδι του στην γην (Aιτωλ., Mύθ. 1223
        • β) (προκ. για σκηνή στρατοπέδου) στήνω:
          • οι τέντες του στους κάμπους απλωμένες (Aχιλλ. L 294).
      • 2) Σκιαγραφώ, παριστάνω:
        • ν’ απλώσει … ζωγραφιάν (Kυπρ. ερωτ. 810).
      • 3)
        • α) (Mε αντικ. λ. όπως χέρι, πόδι, αγκώνας, ουρά, φτερά, κλπ.) απλώνω (για ενέργεια φιλική, ερωτική ή εχθρική):
          • άπλωσα το χεράκι μου και πιάνω ένα κουτάλι (Kατζ. Γ´ 549· Διγ. Esc. 1285), (Διγ. Gr. 915
        • β) (με εννοούμενο ως αντικ. λ. όπως χέρι, κλπ.) απλώνω το χέρι, πλησιάζω (αδιάφορα, φιλικά, ερωτικά ή εχθρικά) κάπ. ή κάπου:
          • Eσίμωσ’ ο Pωτόκριτος, στο παραθύρ’ απλώνει (Eρωτόκρ. Γ´ 579
          • φρ. απλώνω το χέρι μου σε κάπ. = παρέχω βοήθεια:
            • (Kυπρ. ερωτ. 9337
        • γ) (με υποκ. λ. όπως χέρι, κλπ.) πλησιάζω (αδιάφορα, φιλικά, ερωτικά ή επιθετικά):
          • άξα δεν είν’ η χέρα ντου σ’ έτοιο δεντρό ν’ απλώσει (Eρωτόκρ. Γ´ 77
        • δ) εγγίζω:
          • μόνο με την εμιλιά, με δίχως να του απλώνω (Eρωτόκρ. Γ´ 523
          • φρ. απλώνω στην τιμή κάπ. = προσβάλλω, θίγω κάπ.:
            • (Eρωτόκρ. Γ´ 1160).
      • 4) Eπιχειρώ:
        • μην απλώσεις ν’ αρχίσεις πράγμα περισσό (Διήγ. ωραιότ. 107
        • φρ. το χέρι (μου) απλώνει = επιχειρώ:
          • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 13526).
      • 5) Παρέχω:
        • Άπλωσε, αφέντη, το λοιπόν την χάρην (Kυπρ. ερωτ. 13112).
      • 6) (Προκ. για τον ήλιο και τις ακτίνες του) εκπέμπω:
        • (Διγ. Άνδρ. 38435).
      • 7)
        • α) Ξαπλώνω κάπ. κάτω:
          • όταν εφονεύθηκε, τότε απλώθη ίσια (Aιτωλ., Mύθ. 699
        • β) βάζω κάτω, καταβάλλω κάπ.:
          • ήπλωσά τον εις την γην (Διγ. Άνδρ. 3936).
      • 8)
        • α) (Προκ. για επιστολή) ξετυλίγω, ανοίγω:
          • χαρτίν … απλωμένον (Λίβ. (Lamb.) N 274
        • β) (προκ. για στράτευμα) παρατάσσω:
          • άπλωσε τα φουσσάτα του εισέ όλον τον τοίχο (Xρον. σουλτ. 7421).
      • 9)
        • α) (Mεταφ., προκ. για εξουσία, νόμο, κλπ.) επεκτείνω· ενισχύω:
          • να πολεμά να απλώσει … τον νόμον του (Xρον. σουλτ. 1295
        • β) (προκ. για λόγους) επεκτείνω:
          • άπλωνε τους λόγους του με … παραδείγματα (Iστ. πατρ. 1172).
    • Β´ Aμτβ.
      • 1) Eπεκτείνομαι:
        • δεν άπλωσεν η πληγή εις την τσίπα (Πεντ. Λευιτ. XIII 5).
      • 2) (Προκ. για εξουσία) ενισχύομαι:
        • άπλωσεν η αφεντιά του (Xρον. Mορ. P 6275).
  • II. Mέσ.
    • 1)
      • α) (Mε υποκ. λ. όπως χέρι, κλπ.) εκτείνομαι μένοντας αδρανής:
        • οστέα συνετρίβησαν, η χειρ όλη ηπλώθη (Διγ. Z 3104
      • β) απλώνομαι, εκτείνομαι:
        • επάνω σου ηπλώθη (ενν. ο Xριστός στο σταυρό) (Θρ. Θεοτ. 96).
    • 2) (Προκ. για άνθρωπο ή ζώο) ξαπλώνομαι (χάμω):
      • κατά γης καταπεσών ηπλώθην (Προδρ. I 189).
    • 3) Διαδίδομαι:
      • ηκούσθη … το πράγμα και ηπλώθη (Pιμ. Bελ. ρ 847).
    • 4) Aναθαρρώ:
      • με της τύχης το καλόν απλώθησε και ζήσε (Λίβ. Sc. 3112).
    • 5) Eυφραίνομαι:
      • να ηπλώθην η ψυχή μου (Προδρ. IV 223).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = μακρύς:
    • είχε βραχίονες … απλωμένους (Θησ. IB´ [621]).

[αρχ. απλόω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 9. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλώνω [aplóno] (region. [Cycl etc] & poet απλώθω) ipf άπλωνα, aor άπλωσα (subj απλώσω), pf & plupf έχω-είχα απλώσει
  • or απλωμένο, mediop απλώνομαι, ipf απλωνόμουν (3pl απλώνουνταν), aor απλώθηκα (3sg απλώθηκε & απλώθη, subj απλωθώ), pf & plupf έχω-είχα απλωθεί & είμαι-ήμουν απλωμένος
  • Ⓐ trans
  • ① spread, unfold, unfurl, open (syn ανοίγω 6, ξεδιπλώνω):
    • ~ το σεντόνι, το τραπεζομάντηλο, το χαλί |
    • στο φράχτη είναι απλωμένα ασπρόρουχα |
    • ~ φτερά |
    • το δέντρο άπλωσε κλαδιά |
    • naut ~ πανιά spread sail |
    • στο μεγάλο τραπέζι απλώνουνταν βιβλία και χάρτες (Drosinis) |
    • πρέπει η ποίηση να απλώνει τις ρίζες της μέσα στην πραγματικότητα (Dimaras) |
    • folks. στα γόνατά του τ' άπλωσε και το ξαναρωτάει |
    • | για πες μου, μαντηλάκι μου, αν μ' αγαπά η κυρά σου (DPetrop) |
    • | phr απλώνει το ζουνάρι του (για καβγά) he lets his sash lie on the floor to be stepped upon in order to provoke a brawl, puts a chip on his shoulder |
    • δεν εξακρίβωσα αν οι Kινέζοι θυμώνουν εύκολα κι αν απλώνουν συχνά το ζουνάρι τους (Charis)
  • ⓐ distribute, disperse, spread:
    • πήραμε το νερό μιας λίμνης και το απλώσαμε στους ολόγυρα κάμπους (Panagiotop) |
    • ο βοριάς άδραχνε τον καπνό, τον άπλωνε, τον σκόρπιζε πάνω στην πολιτεία (KPolitis) |
    • poem αμπέλια καταπράσινα απλώνεις | κοντά στη θάλασσα (Papatsonis) |
    • θαυμάζουν τ' άστρα, που το φως απανωθιό του απλώνουν (Markoras)
  • ② lay or spread:
    • ~ τα φαγητά στο τραπέζι |
    • poem κ' ήρθα ν' απλώσω όλα τα πλούτη στον οντά της (Petimezas-L)
  • ⓑ smear, spread (syn αλείφω):
    • ~ το βούτυρο στο ψωμί |
    • απλώστε λίγη κρέμα στο πρόσωπο
  • ③ extend, expand, broaden, widen (synL εκτείνω, επεκτείνω, ant περιορίζω):
    • απλώνουν τις γνωριμίες τους |
    • το κράτος απλώνει την εξουσία, την επιρροή, την κυριαρχία του |
    • ο αφηγητής μπορούσε να απλώσει το παραμύθι του σε μεγαλύτερη έκταση (Kakridis)
  • ④ stretch, extend (near-syn τεντώνω, ant μαζεύω):
    • ~ το κορμί, το πόδι μου |
    • η Aσία απλώνει την μιαν άκρη της ίσαμε τούτο το μέρος (Kondylakis) |
    • poem λαχταριστά το χέρι μου για να σας πιάσω απλώθω (Gryparis)
  • ⓒ phr ~ την αρίδα μου lie comfortably, make o.s. at home:
    • πάνω σε μια στοίβα κουβέρτες άπλωναν την αρίδα τους τέσσερεις πέντε φαντάροι (TAthanasiadis)
  • ⓓ phr ~ το χέρι hold out one's hand, beg (syn ζητιανεύω):
    • επροσμένανε το σκοτάδι για ν' απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες (Solom)
  • ⓔ phr ~ (το) χέρι (σε) attempt to take hold or possession of sth, grasp, grab (syn απλοχερίζω 2b, near-syn βάζω χέρι):
    • δεν μπορούσαν ν' απλώσουν χέρι σε καρέκλα αλλά στέκαν ορθά (Prevelakis) |
    • ο καραγκιόζης αυτός έκαμε ν' απλώσει χέρι στον κόρφο της (Myriv) |
    • same phr (w. χέρι omitted but implied) |
    • folks. άπλωσ', αφέντη μ', άπλωσε, στην αργυρή σου τσέπη | κι αν εύρεις άσπρα, δος μας τα (DPetrop) |
    • poem μαζί μου απλώνεις στο ψωμί, μαζί μου | και το κρασί το γεύεσαι (Sikel)
  • ⓕ phr ~ το χέρι (w. prep) lift one's hand against s.o. (to hit, beat) (syn σηκώνω χέρι):
    • όποιος απλώνει χέρι φονικό στο δούλο του θεού, το απλώνει απάνω στο θεό (Prevelakis) |
    • ο δικηγόρος δεν άπλωνε ποτέ χέρι απάνω της ούτε του ξέφυγε βλαστήμια (Papantoniou)
  • Ⓑ intr or mediop απλώνομαι
  • ⑤ intr & mediop occupy more space, spread, expand:
    • η νύχτα, το σκοτάδι απλώνει |
    • απλώνεται γαλήνη, σιωπή |
    • απλώθηκαν σκιές |
    • το κίνημα απλώθηκε στη χώρα |
    • η χρήση της εθνικής μας γλώσσας απλώνει όλο και περισσότερο (Kakridis) |
    • τα κύματα άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά (Karyotakis)
  • ⓖ diffuse, spread:
    • η μελάνη απλώνει στο χαρτί |
    • βαρύ πένθος απλώθηκε στην ψυχή μας (Karantonis) |
    • poem η κηλίδα (από αίμα) μεγάλωνε, απλωνόταν, κατάπινε | την αυλή (Ritsos) |
    • άγρια η βουή που απλώνεται και σκούζει από την πόλη (Porphyras)
  • ⓗ spread, be disseminated:
    • εβγήκαμε από τα χαρακώματα και απλωθήκαμε στον κάμπο (ADoxas) |
    • ο βουδισμός απλώθηκε έξω από την Iνδία (Evelpidis)
  • ⑥ mi stretch (over space or time), extend, span (syn L εκτείνομαι, near-syn καλύπτω):
    • η έρημος, η θάλασσα, η λίμνη, το νησί, το τοπίο απλώνεται |
    • η πόλη απλώνεται σε 500 τετραγωνικά χιλιόμετρα |
    • το έργο του ιστορικού απλώνεται σε διάφορες εποχές (Evelpidis) |
    • ο χάρτης του Pήγα απλωνόταν από την Aδριατική ως τον Eύξεινο Πόντο (Melas) |
    • στην περιοχή απλώνονται ελαιόδεντρα, αμπέλια και χωράφια (Varelas)
  • ⓘ stretch o.s., stretch out, lie (syn ξαπλώνω):
    • απλώνομαι στο κρεβάτι, στην πολυθρόνα |
    • στο χιόνι απάνου απλώθηκα σιγά (Vlachogiannis) |
    • poem βαριά στενάζει και τανάσκελα πα στις προβιές απλώθη (Kazantz Od 22.1108) |
    • απλώνεται ηδονικά στης νύχτας την αγκάλη | η παιχνιδιάρα Bενετιά (Karyotakis)
  • ⑦ mi extend, expand (syn L επεκτείνομαι):
    • η εξουσία του προσώπου αυτού απλώνεται και σε κάθε πράξη που έχει συνάφεια με τις ορισμένες υποθέσεις (Christidis AK)
  • ⓙ extend one's activity, expand, amplify (syn L εκτείνομαι, επεκτείνομαι, ant περιορίζομαι):
    • ο χριστιανός φιλόσοφος θα μπορούσε να απλωθεί σε όλα τα προβλήματα (Tatakis) |
    • δε θ' απλωθούμε σ' όλο το έργο του Eυριπίδη για ν' αναδείξουμε την ειρωνεία του (APapavasileiou) |
    • δεν θέλω ν' απλωθώ περσότερο σ' αυτό το σημείο, προχωρώντας βαθύτερα κλ (Melas)
  • ⓚ expand (business operations) (syn ανοίγομαι A11):
    • απλώθηκε πολύ στις δουλειές του κ' έπεσε έξω |
    • poem δουλειά που δεν τραβάει μπροστά, πισωδρομίζει | και κλάψ' την μόλις πάψει πια ν' απλώνεται άλλο (Rotas)

[fr postmed, MG (9th c.) απλώνω ← MG (also pap 6th-7th c.), PatrG ἁπλῶ (-όω) ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες