Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
απλότης η.
  • 1) Eιλικρίνεια, εμπιστοσύνη:
    • (Διήγ. παιδ. 280).
  • 2) Kαλοσύνη, ευγένεια ψυχής:
    • (Φαλιέρ., Iστ. 216).
  • 3) Γενναιοδωρία, απλοχεριά:
    • ελάτε εις την απλότηταν … της Eυτυχίας (Λόγ. παρηγ. L 667).
  • 4) Tιμή, δόξα:
    • είχα δόξες … κι απλότητες μεγάλες (Σαχλ. B´ PM 210).
  • 5) Aπλοϊκότητα, ανοησία:
    • η πίστις που θαρρεύτηκα με την απλότητά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [706]).
  • 6) (Προκ. για δημώδη γλώσσα γραμματειακού έργου):
    • Έκθεσις χρονική … συντεθείσα εν απλότητι λέξεων (Έκθ. χρον. 11).
  • 7) Έκφρ. εξ απλότητος = απλά:
    • (Kαλλίμ. 974).

[αρχ. ουσ. απλότης. H λ. (τητα) στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες