Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεχθάνομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεχθάνομαι [apexθánome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : νιώθω έντονη αντιπάθεια, αποστροφή για κπ. ή για κτ.: Tον ~ τόσο, που δεν μπορώ να τον βλέπω. Aπεχθάνεται τις γάτες. ~ αυτή τη συζήτηση.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεχθάνομαι, αρχ. σημ.: `είμαι μισητός΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεχθάνομαι [apexθánome] ipf απεχθανόμουν (L)
  • loathe, abhor, detest, despise (syn αποστρέφομαι L, σιχαίνομαι):
    • ~ τους ηθικολόγους, τους προδότες |
    • ~ το αλκοόλ, το γάλα, το περπάτημα |
    • ~ το αίμα, τη βία, το κακό, τον πόλεμο, την πολιτική |
    • ~ τις καινοτομίες, τις προχειρότητες, τα ρουσφέτια, τους φανατισμούς, το φεμινισμό |
    • οι οικοδεσπότες τηρούν το πρωτόκολλο δίχως να φυγαδεύουν την εγκαρδιότητα που απεχθάνεται τους τύπους (Palaiologos) |
    • τα τυραννικά καθεστώτα απεχθάνονται το διαλάληλα της λαϊκής βούλησης (Charitonidis) |
    • τους άλλους λαούς τους θεωρούσαν οι Iουδαίοι ακαθάρτους και τους απεχθάνονταν (Stasinop) |
    • η πέστροφα αγαπά τα βουνά και απεχθάνεται τους κάμπους (Potamianos)

[fr kath απεχθάνομαι ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες