Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απευθύνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απευθύνω [apefθíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. απηύθυνα και (σπάν.) απεύθυνα, απαρέμφ. απευθύνει, παθ. αόρ. απευθύνθηκα, απαρέμφ. απευθυνθεί : 1.για προφορική ή γραπτή επικοινωνία με συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων: Tο υπουργείο απηύθυνε εγκύκλιο προς όλους τους υπαλλήλους. Δε σου απηύθυνε το λόγο; Σε ποιον απευθύνεται αυτή η επιστολή; || σε επίσημο λόγο σχηματίζει περιφράσεις στις οποίες τη ρηματική σημασία τη δίνει το αντικείμενο: ~ ερώτηση, ρωτώ. ~ χαιρετισμό, χαιρετίζω. ~ έκκληση, παρακαλώ για βοήθεια, συμπαράσταση κτλ. 2. (παθ.) α. στρέφομαι σε κπ. (για πληροφορία, βοήθεια κτλ.): Δεν απευθύνομαι σ΄ εσένα. Aπευθύνθηκε στο ακροατήριο. Aπευθυνθείτε στην αστυνομία / στον αρμόδιο. Σε ποιον να απευθυνθώ για δουλειά; Aπευθυνθείτε στη γραμματέα. β. (μτφ.): Tο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης τέχνης απευθύνεται στο αλογικό μέρος της ψυχής.

[λόγ. < αρχ. ἀπευθύνω `κατευθύνω΄ σημδ. γαλλ. adresser, s΄adresser]

[Λεξικό Γεωργακά]
απευθύνω [apefθíno] aor απεύθυνα & απηύθυνα, pf & plupf έχω-είχα απευθύνει, mediop απευθύνομαι, ipf απευθυνόμουν (& απηυθυνόμουν), aor απευθύνθηκα (subj απευθυνθώ), imper aor 2sg απευθύνσου, 2pl απευθυνθείτε, pf & plupf έχω-είχα απευθυνθεί (L)
  • ① direct by way of communication, address, send:
    • ~ ανακοινώσεις, γράμματα, ερωτήσεις, μηνύματα, χαιρετισμούς |
    • ~ ικεσίες, προσευχές στο θεό |
    • μου απεύθυναν φιλικά λόγια |
    • απευθύνει το ποίημα στο φίλο του |
    • ~ το λόγο στον τάδε address s.o., speak to s.o. (syn αποτείνω το λόγο, απευθύνομαι) |
    • του ~ το καλώς όρισες I extend a welcome to him |
    • βάζει τον Πολύφημο να απευθύνει ωραία λυρικά οκτάστιχα στη Γαλάτεια (Kanellop) |
    • αυτό το "φίλε" που σου ~ θα μπορούσα να το ~ σε χιλιάδες ανθρώπους (SPapageorgiou)
  • ⓐ pass απευθύνομαι be directed at or against:
    • οι αγωγές του με απογραφή κληρονόμου απευθύνονται κατά των υπόλοιπων κληρονόμων (Christidis AK) |
    • μιαν άλλη επίκριση, που απευθύνθηκε στο μαλλιαρισμό του, ο Kαζαντζάκης την αντίκρουσε υιοθετώντας την (Prevelakis) |
    • αυτά που είπε το πουλί απευθύνονταν σε μένα (Lazaridis)
  • ⓑ be directed or aimed at, appeal to:
    • το βιβλίο απευθύνεται προς το μέσο αναγνώστη |
    • η καθαρεύουσα απευθύνεται προς τους νεκρούς |
    • η τέχνη απευθύνεται στους πολλούς |
    • η κριτική απευθύνεται στους θεατές και τους δημιουργούς |
    • ο ποιητικός λόγος απευθύνεται στο άλογο στοιχείο (Tsatsos) |
    • τα μουσικά έργα απευθύνονται στην ακοή μας (Papanoutsos) |
    • η προπαγάνδα και η διαφήμιση απευθύνονται στις κατώτερες ιδιότητες του ανθρώπου (Panagiotop)
  • ② mi απευθύνομαι direct one's words to, address o.s. to, turn to, address, speak to (syn αποτείνομαι):
    • απευθύνομαι στο κοινό, στο λαό, στους νέους, στην τάξη |
    • απευθύνομαι σε κάποιον γραπτά, προφορικά, με στίχους |
    • μιλούσαν με απίστευτη τόλμη, ακόμη και όταν απευθύνονταν σε παντοδύναμους άρχοντες (Stasinop, adapted) |
    • όταν απευθύνεται στους συμπατριώτες του, μεταχειρίζεται τη δική τους γλώσσα (Dimaras)
  • ⓒ direct o.s. to, turn to s.o. (for information, help etc) (syn αποτείνομαι):
    • απευθύνομαι στο γραφείο πληροφοριών |
    • απευθύνομαι στην τράπεζα για δάνειο |
    • για τα δρομολόγια απευθυνθείτε στο πρακτορείο |
    • για ό,τι άλλο χρειαστείς απευθύνσου σε μένα |
    • πρέπει να απευθυνθούμε στους συμμάχους μας |
    • απευθύνεται στο γιατρό P. και ζητάει απ' αυτόν να τον σώσει (Melas) |
    • στις εκλογές κάθε κόμμα απευθύνθηκε σε διαφημιστικά γραφεία (Peponis) |
    • poem θ' απευθυνθώ προς τον Zαβίνα πρώτα, | κι αν ο μωρός αυτός δεν μ' εκτιμήσει, | θα πάγω στον αντίπαλό του (Kavafis)
  • ⓓ resort to, have recourse to, utilize (syn προσφεύγω):
    • για να διδάξουμε τη λέξη, μπορούμε να απευθυνθούμε στην παρουσίαση του αντικειμένου, π.χ. αυτό είναι τραπέζι (Geros) |
    • απευθυνόμαστε προς το πάντοτε παρόν ένστικτο της αυτοσυντήρησης (Katsigra)
  • ⓔ direct one's endeavor toward, aim at (near-syn σκοπεύω):
    • δεν είναι δυνατό να απευθύνεται ο ποιητής προς όλα τα κοινωνικά στρώματα (Palam, adapted) |
    • σε οχτώ εκατομμύρια καταναλωτές απευθύνεται σήμερα ο Έλληνας παραγωγός (Palaiologos)
  • ⓕ turn one's attention to, be concerned w., refer to (near-syn στρέφομαι):
    • οι Iνδοί δραματουργοί απευθύνονται συνήθως στο τεράστιο απόθεμα των παραδόσεων που έχει η Iνδία (Evelpidis)

[fr kath απευθύνω ← K, AG ἀπευθύνω 'straighten']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες