Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απερισκεψία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απερισκεψία η [aperiskepsía] Ο25 : η ιδιότητα του απερίσκεπτου: H ~ του τον έφερε σ΄ αυτή την κατάσταση. Σε μια στιγμή απερισκεψίας… || η απερίσκεπτη πράξη: Πλήρωσε ακριβά την ~ του. Aυτό που έκανες ήταν μεγάλη ~.

[λόγ. απερίσκεπ(τος) -σία]

[Λεξικό Γεωργακά]
απερισκεψία [aperiscepsía] η, (L)
  • ① thoughtlessness, heedlessness, imprudence (syn αμυαλιά 1):
    • η ζηλευτή ~ του παιδιού |
    • τα θέματα αυτά αγνοούνται με τραγική ~ |
    • σκότωσε το γιο της από ~ |
    • κερδίζει το άφθονο χρήμα και το ξοδεύει με ~ και απλοχεριά (Panagiotop) |
    • βλέπεις σε τι δύσκολη θέση με βάζεις με την ~ σου (Tachtsis)
  • ② injudicious or foolish act (syn αμυαλιά 2, ανοησία 2, χαζομάρα):
    • κάνει πολλές απερισκεψίες |
    • πλήρωσε ακριβά την ~ της |
    • ο μισθός μου δεν μου επιτρέπει καμιά ~ |
    • επέσατε στο ασκητικότερο κοινόβιο· αν επήγατε για να καλοπεράσετε, αυτό ήταν ~ (Papantoniou) |
    • εκεί που βρίσκεσαι εσύ, μια ~ είναι απίθανο να σε καταστρέψει (TAthanasiadis) |
    • για μια τέτοια ~ του ατζέντη, δεν θα μάθαιναν στην Eλλάδα τι είχε γίνει (Stratou)
  • ③ foolhardiness, recklessness (syn αποκοτιά):
    • εκείνη ήταν που τολμούσε, φτάνοντας ως την ~ κάποτε (Tsitseli)

[fr kath (neol) απερισκεψία, form. based on απερίσκεπτος & K περίσκεψις; cf ἀσκεψία (ἄσκεπτος), ἀνεπισκεψία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες