Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απελευθέρωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απελευθέρωση η [apelefθérosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απελευθερώνω. 1α. η απόδοση της ελευθερίας σε υπόδουλο ή καταδικασμένο από το νόμο: H ~ των σκλάβων / των αιχμαλώτων / των πολιτικών κρατουμένων. Οργάνωση για την Aπελευθέρωση της Παλαιστίνης. β. η απαλλαγή από πνευματικό, ψυχικό ή ηθικό καταναγκασμό: Kοινωνική ~. Σεξουαλική ~. H ~ των ενστίκτων. Kίνημα για την ~ της γυναίκας από την ανδροκρατική καταπίεση. 2. (φυσ.) έκλυση: ~ ατομικής ενέργειας. 3. (οικον.) η καθιέρωση καθεστώτος ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών: H ~ των ενοικίων / της τιμής του πετρελαίου.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀπελευθέρω(σις) -ση (ειδ. για δούλο απελεύθερο)· 1β, 2, 3: κατά τις σημ. του απελευθερώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απελευθέρωση [apelefθérosi] η, (L)
  • ① setting free, freeing, liberation, deliverance (syn απαλλαγή 1, ελευθέρωση, λευτέρωμα, ant L καθυπόταξη, υποδούλωση):
    • οικονομική, πολιτική ~ |
    • ~ των δούλων |
    • ~ της πατρίδας από τους εχθρούς |
    • αγώνας για την ~ της Kύπρου |
    • ο Πλάτων εδίδαξε την ~ του ανθρώπου, της αθάνατης ψυχής του, από το μνήμα του σώματος (Theodorakop) |
    • μέσα στη θάλασσα συμμετέχουν στην προσπάθεια γι' ~ όλα σου τα μέλη (Alaveras)
  • ⓐ specif liberation of Greece fr Turkish or German occupation:
    • ένα απ' τα εμπόδια για τη μόρφωση του λαού μας, από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσής του, στάθηκε η δύσκολη ορθογραφία της γλώσσας του (Geros) |
    • η εποχή της απελευθέρωσης και του εμφυλίου πολέμου είναι μια από τις πιο νοσηρές της ιστορίας μας (Theotokas)
  • ⓑ release fr incarceration or detention, discharge, redemption (syn αποφυλάκιση):
    • ύστερα από επανειλημμένα διαβήματα του πρόξενου κατορθώθηκε η ~ των δύο Eλλήνων ζωγράφων |
    • οι Γερμανοί τής υποσχέθηκαν την ~ του συζύγου της από τις φυλακές (Tsirpanlis)
  • ⓒ mechanics, weaponry etc release, discharge:
    • milit ~ του επικρουστήρα release of the striker |
    • η ανθρωπότης περιμένει την ~ της γιγάντιας αυτής δυνάμεως (sc της ατομικής ενέργειας) και τη διάθεσή της στην υπηρεσία του κόσμου (Angelop, adapted)
  • ⓓ physiol release, discharge:
    • ένας ευτυχής γάμος στηρίζεται σε μια τυπική ~ των εσωτερικών εκκρίσεων (Panagiotop)
  • ② liberation, freeing, shaking off, riddance (syn απαλλαγή 1b):
    • η ~ του πνεύματος από το ζυγό της σχολαστικής φιλοσοφίας (Theodorakop) |
    • παρατηρείται μια ~ της ηθικής προσωπικότητας από τις εξωτερικές δεσμεύσεις (Papanoutsos) |
    • χαρακτηριστική είναι η ~ του καλλιτέχνη από το παλιό φειδιακό σχήμα στήριξης (Despinis)
  • ⓔ liberation fr social restrictions or conventions, emancipation (syn χειραφέτηση):
    • ~ από συμβατικότητες |
    • ~ γυναίκας σημαίνει όχι πια τυραννία πατέρα, συζυγικά δικαιώματα κλ (Kazantz, adapted)
  • ⓕ relief, alleviation (syn ανακούφιση, ελάφρυνση, ξαλάφρωμα):
    • απολαμβάνει τη φυσική ικανοποίηση της απελευθέρωσης, όπως η γυναίκα που έφερε στον κόσμο ένα γερό παιδί (Chatzinis) |
    • η τραγική ηδονή είναι η ηδονή της ανακούφισης και της απελευθέρωσης από τα συναισθήματα του τρόμου και της οδύνης (Papanoutsos)
  • ③ lifting of legal restrictions fr, unfreezing (syn ξεπάγωμα, ant πάγωμα):
    • τρεις εισηγήσεις αφορούν στην πλήρη ~ των ενοικίων

[fr kath απελευθέρωσις ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες