Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειρόμορφος, -η, -ο [apirómorfos] (L)
- having an infinite variety of forms, multifarious, diverse:
- απειρόμορφη ποικιλία |
- απειρόμορφα βιώματα, πλάσματα, φαινόμενα |
- η δημιουργική ορμή της ζωής κινεί προς τα εμπρός όλο το απειρόμορφο πλήθος των όντων της (Papanoutsos) |
- η μάζα περιορίζει την απειρόμορφη εκδήλωση των γυμνών ατομικοτήτων (Theodorakop)
[fr kath (neol Koumanoudis) απειρόμορφος, cpd w. άπειρος2 & combin form. -μορφος (: μορφή)]
- having an infinite variety of forms, multifarious, diverse: