Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρνούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
απαρνούμαι· απαρνιώμαι· αόρ. απαρνίστηκα· επαρνήθηκα.
  • Aρνιέμαι εντελώς, λησμονώ, εγκαταλείπω:
    • γονείς του επαρνήθηκεν διά την εμήν αγάπην (Λίβ. Esc. 3173· Eρωτόκρ. A´ 644).

[αρχ. απαρνέομαι. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες