Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαραβίαστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαραβίαστος -η -ο [aparavíastos] Ε5 : που δεν έχει παραβιαστεί ή που δεν μπορεί να τον παραβιάσει κάποιος: Tο χρηματοκιβώτιο βρέθηκε απαραβίαστο. ANT παραβιασμένο. Tο πανεπιστημιακό άσυλο είναι απαραβίαστο. || (ως ουσ.) το απαραβίαστο, κατοχυρωμένο δικαίωμα που απαγορεύει την παραβίαση: Tο απαραβίαστο της οικογενειακής εστίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαραβίαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαραβίαστος, -η, -ο [aparavíastos] (L)
  • ① secure fr attack or violation, untouchable, unassailable:
    • απαραβίαστα ήταν αυτά τα καράβια κ' έπρεπε να προσμένει τη θεία δίκη όποιος τολμούσε να τα βλάψει (Melas) |
    • ο ξένος είναι ~ στη Mάνη (id.) |
    • ο βασιλιάς θέλει να μείνει ο ανεύθυνος, ~, δημοκρατικός ρυθμιστής του πολιτεύματος (Christidis EΣ)
  • ⓐ untouchable, intangible (near-syn απλησίαστος):
    • απαραβίαστη ομορφιά, απαραβίαστες έννοιες |
    • ήσουνα μια θεότητα, πράγμα τόσο βολικό, τόσο ωραίο, τόσο απαραβίαστο (Tsirkas) |
    • poem ό,τι καλύτερο έχει μέσα της | η νύχτα κ' η σιωπή | μού παραμένει μια για πάντα | απαραβίαστο στην ψυχή! (Sikel)
  • ⓑ impregnable, unconquerable (syn απάτητος 3c, απρόσβλητος):
    • απαραβίαστες πύλες |
    • απαραβίαστο κρησφύγετο, κτίριο |
    • δε λησμόνησε κανένα χεροκίνημα απ' όσα εχρειάζονταν για να γίνουν απαραβίαστα τα μάγια του (Karkavitsas) |
    • ξόδευαν τεράστια ποσά, για να κάνουν τους τάφους τους απαραβίαστους (Ouranis)
  • ⓒ not having been violated, inviolate, intact:
    • απαραβίαστη κλειδαριά |
    • απαραβίαστο συρτάρι, χρηματοκιβώτιο |
    • ~ όρκος unbroken oath (syn απάτητος όρκος) |
    • του φυσιολογικού νόμου το κύρος δε μπορεί να στέκεται απαραβίαστο, δικτατορικό (Palam) |
    • νόμιζα πως ξεμάκραινα από ένα αίνιγμα, που είχε κρατήσει απαραβίαστο όλο το μυστικό του (Charis)
  • ② not to be transgressed, inviolable (syn απαράβατος, απαρέγκλιτος 3):
    • ~ κανόνας, νόμος, χώρος |
    • απαραβίαστο άσυλο, σύνορο, ταμπού |
    • όρος του καφενείου ιερός και ~ είναι πάντοτε ο καφές και η εφημερίδα (Athanasiadis-N)
  • ⓓ sacrosanct:
    • απαραβίαστη ηθική αξία, ελευθερία των πολιτών |
    • ιερή κι απαραβίαστη λειτουργία της καλλιτεχνικής δημιουργίας |
    • τα γράμματά σου μου είναι ιερά, κρυφά και απαραβίαστα (Palam) |
    • το γερμανικό Pάιχ το θεωρούσε ο Λούθηρος ιερό και απαραβίαστο (Kanellop)
  • ⓔ inalienable, unchallenged (near-syn απαράγραπτος):
    • απαραβίαστη ιδιοκτησία |
    • περιορίζεται το απαραβίαστο δικαίωμα του ανθρώπου στην ελευθερία της συνείδησής του (Thrylos)
  • ③ unchangeable or unchanged (near-syn L αμετάβλητος 2):
    • απαραβίαστο πρόγραμμα |
    • είχε τις συνήθειές του και τις προτιμήσεις του, πάντα απαραβίαστες, πάντα αμετακίνητες (Charis)

[fr kath απαραβίαστος ← K ἀπαραβίαστος 'inviolable, indefeasible' (3rd c. BC) (: παραβιάζομαι 'to use violence, to constrain')]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες