Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαθής
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απαθής, επίθ.
  • 1) (Προκ. για όργανο του σώματος) αβλαβής, υγιής:
    • (Iερακοσ. 40030).
  • 2) Aδιάφορος:
    • απαθείς άνθρωποι (Xειλά, Xρον. 357).

[αρχ. επίθ. απαθής. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαθής -ής -ές [apaθís] Ε10 : που αδιαφορεί, που δεν αντιδρά στις αιτίες που προκαλούν τις συγκινήσεις ή τις επιθυμίες, αδιάφορος, ασυγκίνητος αναίσθητος: Στις συμφορές των άλλων έμενε ~. Φαινομενικά ήταν ~. Tι στέκεσαι έτσι απαθέστατος; Άκουγε ~ τις εναντίον του κατηγορίες, ψύχραιμος, ατάραχος. Ο κατηγορούμενος άκουσε ~ την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου. απαθώς ΕΠIΡΡ: Mε κοίταζε απαθέστατα.

[λόγ. < αρχ. ἀπαθής· λόγ. < ελνστ. ἀπαθῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαθής, -ής, -ές [apaθís]
  • ① unreacting, indifferent, impassive, disinterested, unconcerned, apathetic (syn αδιάφορος):
    • απαθή χαρακτηριστικά |
    • πάει κ' έρχεται αθόρυβα, με απαθέστατο ξύλινο, θαρρείς, πρόσωπο (Kazantz) |
    • τότε δουλεύαμε απαθείς ως αδελφοί διά την θρησκεία, διά την πατρίδα (Makryg) |
    • ακολουθούσαν κάρα με γυναίκες που με απαθέστατα πρόσωπα σκλήριζαν (Kazantz, adapted) |
    • το καθαρό βλέμμα του απαθή γεωμέτρη (Papanoutsos) |
    • ~ θεατής, απαθές ακροατήριο |
    • ~ ουδετερότητα |
    • καθόταν εκεί απαθέστατος |
    • μας κοίταξε μια στιγμή, θαρρώ ~ (Zappas) |
    • ο λαός, ο φελάχος έμενεν εντελώς ~ (Kazantz) |
    • στα πενήντα φοβόμαστε, στα εξήντα τρέμομε, στα εβδομήντα είμαστε μάλλον απαθείς, στα ογδόντα αδιάφοροι (TAthanasiadis) |
    • οι ειδωλολάτρες ιερείς εκήρυσσαν την αδελφοσύνη κλ, ο κόσμος όμως έμενε ~ και ασυγκίνητος (Stasinop) |
    • τόσες εκδηλώσεις δεν τον αφήνουν απαθή (Peleologos) |
    • το μέγα στοιχείο του ρωσικού θεάτρου, η σιωπή το απαθές πάθος, είχε αγνοηθεί (Athanasiadis-N) |
    • η αδιάκοπη αστικοποίηση ολοένα πλατύτερων στρωμάτων κάνει τους πολίτες πολιτικά απαθέστερους |
    • ο ~ φιλόσοφος αρκείται να εξηγήσει το αντίκρυσμα του θανάτου με το νόμο της φθοράς (Papatsonis)
  • ⓐ insensitive (syn αναίσθητος, κλειστός):
    • απαθείς άνθρωποι |
    • είστε απαθείς απέναντι της θρησκείας (Palaiologos) |
    • εγώ θα συνεχίσω, του δήλωσα, ~ στους εξορκισμούς του (Ouranis) |
    • οι αλλεπάλληλες εφευρέσεις και κατακτήσεις μάς μετέτρεψαν σε δέκτες κάπως απαθείς (Thrylos) |
    • παραδίνεται στη δίνη της υλικής αφθονίας και μένει ~ σε άλλους ερεθισμούς, πολιτικούς, πνευματικούς, γνήσια αισθητικούς (Peponis) |
    • για τον συσχετισμό η διανοητική ζωή γίνεται μια ~ σχεδόν εξακολουθητικότητα (Moustoxydis)
  • ② cool, composed, unperturbed, passionless, dispassionate (syn ατάραχος, ήρεμος, νηφάλιος):
    • ο νέος γαλήνιος, ατάραχος, απαθέστατος αποκρίθηκε (Xenop) |
    • μας δέχτηκε με κείνη την απαθέστατη ευγένεια που τόσο χαρακτηρίζει τους Kινέζους ή Γιαπωνέζους (Karantonis)
  • ③ insensitive, callous, heartless (syn αναίσθητος):
    • απαθές πρόσωπο stonewall countenance |
    • poem το ξύλο αυτό δεν είναι διόλου ύλη ~, | έχει ψυχή και δείχνει τη κάθε τόσο (Papatsonis)

[fr kath ← MG απαθής 'harmless, sound; unconcerned' ← PatrG, K ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες