Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαγγελτικός -ή -ό [apangeltikós] Ε1 : που αναφέρεται, που έχει σχέση με την απαγγελία: ~ τόνος. Aπαγγελτικό ύφος.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαγγελτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγγελτικός, -ή, -ό [apaŋɟeltikós] (L)
- declamatory, elocutionary:
- ~ τόνος |
- η ισομετρία είναι η σύμπτωση των μετρικών παύσεων με τις νοηματικές απαγγελτικές παύσεις (FKakridis) |
- οι αρχαίοι τραγικοί είχαν καθιερώσει το απαγγελτικό τραγούδι παράλληλα με το μελωδικό (Pallantios) |
- ο Nτίμπολντ έχει ονομάσει τα ιαμβικά δράματα του Σίλλερ απαγγελτικές όπερες, όπερες, όπου η μουσική βγαίνει από ρυθμούς, όχι από νότες (Athanasiadis-N)
[fr kath ← K ἀπαγγελτικός 'reporting, narrative, belonging to expression'; cf ἀναγγελτικός]
- declamatory, elocutionary: