Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάλυνση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάλυνση η [apálinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαλύνω.

[λόγ. απαλύν(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάλυνση [apálinsi] η, (L)
  • ① softening, paling:
    • ~ των χρωμάτων, του φωτός
  • ② fig making less acute, smoothing, moderation, tempering (near-syn εξομάλυνση):
    • ~ των σχέσεων μεταξύ των δύο λαών |
    • με τον οικουμενικό διάλογο θεμελιώνει την οδό προς την ~ των διαφορών |
    • αλλά και με την ~ της αντίθεσης το τραγικό βάθος του προβλήματος δεν αλλάζει (Tsatsos)
  • ③ alleviation, easement:
    • ~ του μόχθου της αγρότισσας
  • ④ moderation, mitigation (syn μετριασμός, μείωση):
    • ~ της αδιαλλαξίας των αντιπάλων

[fr kath (neol Koumanoudis) απάλυνσις, der of απαλύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες