Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιωματούχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιωματούχος ο [aksiomatúxos] Ο18 θηλ. αξιωματούχος [aksiomatúxos] Ο35 : αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα: Aνώτερος ~.

[λόγ. αξιωματ- (αξίωμα) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιωματούχος [aksiomatúxos] ο, (L)
  • office holder, official:
    • οι αξιωματούχοι της αυλής, της εταιρίας, της κυβέρνησης, της πόλης |
    • τωρινός ~ incumbent |
    • διαφθορά στους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους |
    • οι σουλτάνοι επάνδρωναν με Έλληνες τις τάξεις των διοικητικών και στρατιωτικών αξιωματούχων |
    • ο άρχων βασιλεύς ήταν ο ανώτερος θρησκευτικός ~ στην αρχαία Aθήνα |
    • ο τούρκικος καραγκιόζης επιμελώς αποφεύγει να παρουσιάσει άρχοντες και αξιωματούχους της τούρκικης αυτοκρατορίας (GIoannou)
  • ⓐ dignitary:
    • ~ του τάγματος του Σωτήρος member of the order of the Redeemer |
    • σεις είσθε αξιωματούχοι και επιφανείς, δεν είσθε όμως ανώτεροι από το θεό (Stasinop) |
    • οι κουάκεροι θέλαν να μην υπάρχουνε αξιωματούχοι της εκκλησίας (Venezis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αξιωματούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες