Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοποίηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιοποίηση η [aksiopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιοποιώ· η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που μου παρέχει κτ., έτσι ώστε να φτάσει στο υψηλότερο σημείο της απόδοσής του: H ~ των πλουτοπαραγωγικών πηγών μιας χώρας. H ~ των δασών / του ορυκτού πλούτου της χώρας. Ο ΕΟT προγραμματίζει την τουριστική ~ του νησιού. || H ~ του εργατικού / του επιστημονικού δυναμικού της χώρας.

[λόγ. αξιοποιη- (αξιοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοποίηση [aksiopíisi] η, gen αξιοποίησης & αξιοποιήσεως, pl αξιοποιήσεις
  • ① upgrading, improvement (syn αξιολόγηση 2, καλυτέρευση):
    • ~ του πολίτη |
    • αναγκαία προβάλλει η ~ και ηθική ανύψωση του δικηγορικού σώματος (Koutsocheras)
  • ⓐ good presentation, promotion:
    • ~ της παραδόσεως, της εθνικής μουσικής, του δημοτικού τραγουδιού |
    • φιλολογική ~ της αρχαίας κλασικής κληρονομιάς |
    • προωθούν την ~ της έρευνας των νεοελληνικών πραγμάτων (Dimaras)
  • ② advancement, promotion (syn προώθηση):
    • η πολιτική ~ του αγώνα |
    • η ~ των φαύλων είναι σύμπτωμα που φανερώνει μια γενικότερη αποσύνθεση (Terzakis)
  • ③ making useful or productive, development (near-syn ανάπτυξη):
    • ~ παραγωγικών εγκαταστάσεων, αγροτικής παραγωγής, φυσικών πόρων |
    • τουριστική ~ της πόλης |
    • ~ της πλούσιας πεδιάδας |
    • επί τριάντα χρόνια καλούσαμε στην ~ του βουνού (Palaiologos)
  • ④ putting to good use, utilization, exploitation (syn αξιολόγηση 2b, near-syn εκμετάλλευση):
    • ~ της γνώσης, του δυναμικού, των ικανοτήτων, των πλεονεκτημάτων |
    • σωστή ~ της σύγχρονης κατοικίας |
    • προσπάθεια για την ~ της εντάξεως στην EOK |
    • θα επιδιώξει την πλήρη ~ της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης |
    • θεώρησαν σκόπιμη και την ~ της τρομοκρατίας που μπορούσαν ν' ασκήσουν άτακτα κι ανεύθυνα στοιχεία (Christidis)

[fr kath (neol) αξιοποίησις, der of αξιοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες